Κάπου στην Ελλάδα, λίγο μετά τον Εμφύλιο και αρκετά πριν το TikTok, η φούστα πέρασε στην αρμοδιότητα του κράτους, της Εκκλησίας και του Συλλόγου Γονέων. Η γυναίκα ντυνόταν, αλλά η κοινωνία ξεγυμνωνόταν – από τα νεύρα της.
Όλα ξεκίνησαν όταν το μάκρος της φούστας έπαψε να είναι θέμα ραπτικής και έγινε ζήτημα δημόσιας ηθικής. Από τις σχολικές αυλές της μεταπολεμικής Ελλάδας ως τα σκαλιά της εκκλησίας τις Κυριακές, το ύφασμα που κάλυπτε – ή δεν κάλυπτε – το γυναικείο γόνατο άρχισε να μετριέται. Όχι με γούστο αλλά με χάρακα.
Στα σχολεία της δεκαετίας του ’60, κι ακόμα περισσότερο στη στρατιωτικά επιτηρούμενη Ελλάδα της επόμενης επταετίας, η φούστα έπρεπε να είναι «τουλάχιστον τέσσερα δάχτυλα κάτω απ’ το γόνατο». Δεν το λέει κάποιος αστικός μύθος. Το γράφει εγκύκλιος του υπουργείου Παιδείας εκείνης της εποχής, η οποία προσπαθούσε να διατηρήσει «το ήθος και την σεμνότητα των μαθητριών εντός και εκτός σχολείου».
Ορισμένα σχολεία πήγαν και παραπέρα. Καθιέρωσαν επίσημες μετρήσεις: επιμελήτριες ελέγχανε τα κορίτσια με πρόχειρη μεζούρα ή την παλάμη. Αν η φούστα έληγε πάνω από το «επιτρεπτό», η μαθήτρια έφευγε σπίτι «να αλλάξει». Ή, πιο απλά, να ξαναγίνει αξιοπρεπής πολίτης.
Τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα στους ναούς. Εκεί, η φούστα δεν ήταν μόνο ρούχο· ήταν αναφορά πίστεως. Η «ακατάλληλη εμφάνιση» στις γυναίκες μπορούσε να οδηγήσει σε αυστηρή παρατήρηση, κατσάδα από τον ιερέα ή – στις πιο ζωντανές ενορίες – δημόσιο εξευτελισμό. «Πού πας έτσι στην εκκλησία, παιδάκι μου; Στη θάλασσα ή στον Κύριο;» ήταν η απορία της κάθε θρησκευόμενης θείας με υπερφυσικό το αισθητήριο ηθικής.
Η Εκκλησία δεν αδιαφορούσε. Στα περιοδικά των χριστιανικών οργανώσεων της εποχής – τύπου «Ζωή», «Σωτήρ» και λοιπά – μπορεί κανείς να διαβάσει φλογερά άρθρα για την «απώλεια του ήθους μέσω της ενδυμασίας», τις «δολοφονικές μίνι» και την ανάγκη επιστροφής στη «γυναικεία σεμνότητα ως ανάχωμα του κακού». Και όλα αυτά, ενώ ο κόσμος άλλαζε: το ’68 στο Παρίσι, τα πανκ στο Λονδίνο, και εδώ... επιπλέον ραψίματα.
Γιατί στην Ελλάδα η φούστα δεν ήταν απλώς ρούχο. Ήταν σύνορο. Αν περνούσες τη γραμμή, ξυπνούσες τα ένστικτα του Έθνους.
Και ύστερα ήρθε εκείνη η μέρα, η ανεπίσημη, η καθημερινή, η μικρή στιγμή που η πρώτη μαθήτρια μπήκε με μίνι στο σχολείο και δεν γύρισε πίσω να αλλάξει.
Αυτή ήταν η αρχή του τέλους. Όχι του μέτρου – αυτό κρατήθηκε χρόνια. Αλλά της σιωπηρής υποταγής. Από κει κι έπειτα, η φούστα έγινε το αντίθετο απ’ ό,τι ήθελαν. Όχι υπακοή, αλλά διεκδίκηση. Από το λύκειο ως την πλατεία Κλαυθμώνος, από το κατηχητικό ως το Πανεπιστήμιο.
Από εκείνη την ημέρα η φούστα δεν είχε μόνο μήκος, είχε φωνή.
