Ήταν από αυτούς τους Ιούνιους που η ιστορία δεν γράφεται απλώς με πένα αλλά με αίμα, πυρίτιδα και το πείσμα ανθρώπων που δεν ήξεραν να λένε «ως εδώ». Σαν σήμερα ο Ιούνιος του 1821 και ο Ιούνιος του 1822 ένωσαν ένα έθνος με την σκιά της Ακρόπολης να πλανιέται πάνω από όλα.
Λιβαδειά, Ιούνιος 1821 – Τα θεμέλια βαφτήκαν με αίμα
Η Επανάσταση είχε ξεσπάσει λίγους μήνες πριν. Οι φλόγες της λευτεριάς έκαιγαν ήδη τον Μοριά, αλλά η Ρούμελη δεν είχε πει ακόμη την τελευταία της λέξη. Στις 31 Μαρτίου του 1821, ο Αθανάσιος Διάκος καταλάμβανε τη Λιβαδειά μαζί με τους Έλληνες οπλαρχηγούς. Η πόλη πέρασε στα χέρια των επαναστατών με τρόπο εντυπωσιακό, σχεδόν αθόρυβο. Όμως η σιγή πριν τη θύελλα κρατάει πάντα λίγο.
Ένα μήνα μετά, τον Ιούνιο, οι Οθωμανοί επέστρεψαν, όχι για να διαπραγματευτούν, αλλά για να τιμωρήσουν. Με αρχηγό τον Ομέρ Βρυώνη – τον ίδιο που είχε διαλύσει το στρατό του Διάκου στην Αλαμάνα και τον είχε ψήσει ζωντανό στην Άμφισσα – εισβάλλουν και σφάζουν. Η Λιβαδειά πληρώνει ακριβά την τόλμη της, οι δρόμοι της πόλης γεμίζουν πτώματα, οι φωνές δεν ξεχωρίζουν αν είναι κραυγές πολέμου ή επιθανάτιοι ρόγχοι. Οι Τούρκοι βασάνισαν μέχρι θανάτου γέρους, γυναίκες, παιδιά – η εκδίκηση δεν είχε ηλικία.
Περισσότεροι από 1.000 Έλληνες σφαγιάστηκαν, ενώ περίπου 2.500 γυναίκες και παιδιά συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι – άλλοι προς τη Λαμία και άλλοι προς την Ανατολή, χωρίς ποτέ να επιστρέψουν. Η πόλη λεηλατήθηκε, κάηκε, και έμεινε έρημη, οι Τούρκοι δεν πολεμούν πλέον για επικράτηση, αλλά για παραδειγματισμό. Οι φλόγες κατάπιαν τα σπίτια, το αίμα μούσκεψε το πλακόστρωτο και στα μάτια των επιζώντων φυτεύτηκε εκείνος ο τρόμος που δεν φεύγει με το πέρασμα των εποχών, αλλά κληρονομείται.
Η Ρούμελη λύγισε, μα δεν έσπασε, από τα βουνά της Παρνασσίδας, οι καπεταναίοι είχαν αρχίσει να ακονίζουν τα μαχαίρια για εκδίκηση.
Αθήνα, Ιούνιος 1822 – Η Ακρόπολη αλλάζει χέρια
Ένα χρόνο μετά, και η Αθήνα έχει ζήσει κι αυτή τα δικά της, από την άνοιξη του 1821, οι Αθηναίοι είχαν εξεγερθεί με αρχηγό τον Μελέτη Βασιλείου.
Κατέλαβαν την πόλη, περικύκλωσαν την Ακρόπολη – όπου είχαν καταφύγει οι Τούρκοι με τις οικογένειές τους – και ξεκίνησαν πολιορκία. Ήταν μια πολιορκία βασανιστική. Οι Τούρκοι, αποκομμένοι από κάθε βοήθεια, άντεξαν για μήνες, αλλά όσο περνούσε ο καιρός, το νερό και το ψωμί γίνονταν πιο σπάνια κι από την ελπίδα.
Η Ακρόπολη γινόταν ένα γκρίζο φρούριο-φάντασμα, γεμάτο πτώματα, αρρώστιες και ψίθυρους για βοήθεια που δεν ερχόταν. Οι γυναίκες των Τούρκων στρατιωτών πέθαιναν σιωπηλά και τα παιδιά σταματούσαν να κλαίνε – από εξάντληση.
Κι ύστερα ήρθε ο Ιούνιος του 1822. Οι υπερασπιστές της Ακρόπολης, εξαντλημένοι, αποδεκατισμένοι, με τα πηγάδια στεγνά και τις σκιές πιο πολλές από τους ζωντανούς, ζήτησαν συνθηκολόγηση. Οι Έλληνες, με επικεφαλής τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Γκούρα, έθεσαν όρους – και οι Τούρκοι δέχθηκαν. Την 9η Ιουνίου, παραδίδεται το πιο συμβολικό κομμάτι της Αθήνας.
Η Ακρόπολη, η πέτρα που είδε τους Πέρσες, τους Ρωμαίους και τους Φράγκους, περνάει ξανά στα χέρια των Ελλήνων και οι σημαίες αλλάζουν. Όχι με τυμπανοκρουσίες, αλλά με κόκαλα σπασμένα από πολιορκία, πείνα και μίσος.
Δύο εικόνες διαφορετικές...μία Ιστορία
Από τη Λιβαδειά της σφαγής στην Ακρόπολη της παράδοσης μεσολάβησε ένας χρόνος. Ένας χρόνος γεμάτος από ήρωες, προδοσίες, μυστικές συνεννοήσεις, διπλωματικά φαντάσματα και αμείλικτους στρατηγούς.
Αλλά πάνω απ’ όλα, ένας χρόνος που έδειξε πως η Επανάσταση του 1821 δεν ήταν μια στιγμιαία ριπή ενθουσιασμού, ήταν ένας μακρύς και βασανιστικός τοκετός για τη γέννηση ενός κράτους.
Η Λιβαδειά πλήρωσε για την εξέγερση και η Αθήνα πήρε το πρώτο «φιλί» της λευτεριάς. Κι η Ιστορία; Αυτή κράτησε σημειώσεις, για να τις διαβάζουμε μέχρι σήμερα.