Οποιος στον ΣΥΡΙΖΑ εκπλήσσεται με τα όσα γίνονται είναι το λιγότερο αφελής. Δεν χωρεί άλλη εξήγηση. Κατά το τελευταίο (σχεδόν) δωδεκάμηνο της ηγεσίας Κασσελάκη, το κόμμα λειτουργεί ως Ι.Χ. επιχείρηση και μάλιστα μικρή. Σαν συνοικιακό μανάβικο, ας πούμε.
Πέρα από τη βλακώδη επιλογή του ίδιου του Στέφανου Κασσελάκη να υιοθετήσει το lifestyle ως πολιτική θέση και στάση (πράγμα εντελώς παράταιρο και ξένο για τον χώρο που επέλεξε να δραστηριοποιηθεί πολιτικά) και πέρα από το γεγονός ότι ο ίδιος έχει τόση σχέση με την Αριστερά, όση το ψάρι με το ποδήλατο, ήταν αυτός που με μια σειρά από κινήσεις επέλεξε να δημιουργήσει ίντριγκα, έριδες, διχασμό και τελικώς αλληλοσπαρασσόμενα εσωκομματικά στρατόπεδα. Η πύρρειος νίκη στην αποκαθήλωση του Σωκράτη Φάμελλου από το προεδρείο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας έπρεπε να τον ταρακουνήσει και να τον κάνει να ρίξει νερό στο κρασί του. Ομως όχι. Εγινε το ακριβώς αντίθετο. Με σχεδόν το μισό κόμμα απέναντί του, ο Στέφανος Κασσελάκης εισηγήθηκε με ύφος χιλίων καρδιναλίων την αλλαγή του ονόματος και μια σειρά από αλλαγές στα θεσμικά όργανα, ώστε να μπορεί να τα ελέγχει ο ίδιος.
Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο. Διαφώνησαν άπαντες. Ακόμη και ένθερμοι υποστηρικτές του. Και κάπως έτσι, ο άνθρωπος που μας συστήθηκε πριν από 12 μήνες ως αυτός που θα κέρδιζε τον Κυριάκο Μητσοτάκη, κατέληξε να θεωρεί «άθλο» το 14% των εκλογών και να παλεύει να σώσει την καρέκλα του με τη γραφική συνδρομή του πατέρα του και του αδερφού του. Τα παθήματα του Στέφανου Κασσελάκη μαρτυρούν εύγλωττα ένα πράγμα: ότι καμιά φορά τα αγγουράκια μπορεί να σηκωθούν και να πάρουν στο κυνήγι τον μανάβη. Ιδίως εάν ο μανάβης προσπαθεί να τα πουλήσει ως... φράουλες.