Σαν σήμερα, το 1984, πίσω από τους ψηλούς τοίχους των φυλακών Κορυδαλλού, ένας 35χρονος άντρας δίνει τέλος στη ζωή του. Ο Θόδωρος Βενάρδος, που πριν από έναν χρόνο είχε γίνει θρύλος με μια ανθοδέσμη στο χέρι, βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί του.

Η ιστορία του δεν ξεκινά με αίμα. Ξεκινά με παράξενες εικόνες: ένας άντρας ντυμένος καθολικός ιερέας, εισβάλλει σε τράπεζα στο Παγκράτι το 1973. Κανείς δεν τραυματίζεται. Μήνες αργότερα, επανεμφανίζεται –αυτήν τη φορά στα Σεπόλια– κρατώντας στο ένα χέρι μια καραμπίνα και στο άλλο ένα μπουκέτο γλαδιόλες. Μπαίνει στην Εθνική Τράπεζα, ευγενής, ήρεμος, σχεδόν σιωπηλός. Λες και δεν κάνει ληστεία, αλλά πρόβα σε ταινία.

Αυτό ήταν το τέλος της ανωνυμίας του. Τα πρωτοσέλιδα τον βάφτισαν «Ο ληστής με τις γλαδιόλες». Οι γυναίκες άρχισαν να του στέλνουν επιστολές. Κάποιες δήλωναν έρωτα. Άλλες του έστελναν λουλούδια στη φυλακή. Είχε γίνει πρόσωπο της εποχής – ένα παράδοξο είδωλο σε μια Ελλάδα που ακόμα ακροβατούσε ανάμεσα στη φτώχεια, τη βία και τα όνειρα.

Μετά τη δεύτερη ληστεία, έφυγε για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν πρόλαβε να μείνει πολύ. Οι αρχές τον εντόπισαν και τον απέλασαν. Όταν έφτασε στην Αθήνα, συνελήφθη αμέσως στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Τον περίμεναν ήδη.

Οι αεροσυνοδοί που τον μετέφεραν δεν είχαν ιδέα για ποιον πρόκειται, τον περιέγραψαν στους δημοσιογράφους ως «Κούκλος, ευγενικός… νόμιζες πως ήταν εφοπλιστής». Αυτός ήταν ο Βενάρδος: ένας άνθρωπος που δεν ταίριαζε στην ταμπέλα που του φόρεσαν. Ούτε εγκληματίας με ψυχρό αίμα, ούτε ήρωας της φαντασίας. Κάτι άλλο. Κάτι πιο σύνθετο.

Στις φυλακές Κορυδαλλού καταδικάστηκε σε πολυετή κάθειρξη. Εκεί, χωρίς κοινό, χωρίς πρωτοσέλιδα, χωρίς βλέμματα, έμεινε μόνος. Ό,τι τον έθρεψε –ο μύθος, η δημοσιότητα, η ταυτότητα που πρόλαβε να φτιάξει– τον εγκατέλειψε.

Κι έτσι, σαν σήμερα, έδεσε έναν αυτοσχέδιο βρόχο και έφυγε. Ήσυχα. Όπως είχε μπει στην τράπεζα.

Δεν άφησε πίσω του κάποιο γράμμα, ούτε τελευταία λέξη. Μόνο ερωτήματα. Ήταν θύμα της εποχής; Επικίνδυνος ρομαντικός; Ή ένα παιδί που έπαιξε για λίγο τον ρόλο του ήρωα και δεν άντεξε το βάρος;

Όποια κι αν είναι η απάντηση, το όνομά του επιβιώνει. Όχι μόνο ως «ληστής με τις γλαδιόλες». Αλλά ως κάποιος που προσπάθησε να γράψει τη δική του ιστορία – με λουλούδια, σιωπή και τέλος.