Ένα σώμα πέφτει νεκρό στο Παρίσι. Ήσυχα. Χωρίς στρατιωτικό δικαστήριο, χωρίς λιντσάρισμα από τον Τύπο, χωρίς ουρλιαχτά περί «προδότη», χωρίς δίκες-παρωδία. Ήταν ο Άλφρεντ Ντρέιφους, συνταγματάρχης του γαλλικού στρατού, 76 ετών. Πεθαίνει σαν σήμερα, το 1935, αλλά είχε ήδη «πεθάνει» στα μάτια της πατρίδας του κάμποσες φορές νωρίτερα — πρώτα ως αποδιοπομπαίος τράγος, μετά ως αντικείμενο ντροπής και, τέλος, ως ήρωας.

Ο Ντρέιφους δεν ήθελε τίποτα άλλο από το να υπηρετεί. Γιος εύπορης εβραϊκής οικογένειας από την Αλσατία, τίμησε τη γαλλική στολή με πίστη και υπακοή. Όμως, το 1894, όταν μια υπόθεση κατασκοπείας σκάει σαν βόμβα στον γαλλικό στρατό, είναι ο ιδανικός ένοχος: γερμανόφωνος, Εβραίος, και στον πυρήνα του κατεστημένου. Τι καλύτερο για να κλείσει η υπόθεση χωρίς ν’ ανοίξει πληγές;

Η κατηγορία: παρέδωσε στρατιωτικά μυστικά στη Γερμανία. Τα «στοιχεία»; Ένα χειρόγραφο που δεν του έμοιαζε καν. Η απόφαση: Ένοχος. Η τιμωρία: δημόσιος εξευτελισμός και εξορία στη φρίκη της Νήσου του Διαβόλου, στα ανοιχτά της Γαλλικής Γουιάνα. Εκεί, σε μια ξύλινη καλύβα με αλυσίδες, περνά τέσσερα χρόνια. Τον καταπίνει η σιωπή.

Όμως το σκάνδαλο δεν έληξε με τον «ένοχο» στην εξορία. Αντιθέτως. Κάποιοι άνθρωποι, ανάμεσά τους και ο συγγραφέας Εμίλ Ζολά, βλέπουν την παγίδα. Το 1898, ο Ζολά γράφει το ιστορικό «Κατηγορώ», ένα γράμμα στον πρόεδρο της Γαλλίας, που δημοσιεύεται στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «L’Aurore» και κατακεραυνώνει τους στρατιωτικούς και δικαστικούς που καταδίκασαν τον Ντρέιφους χωρίς αποδείξεις. Ήταν η σπίθα. Ξεσπά πόλεμος όχι στα χαρακώματα, αλλά στις εφημερίδες, στους δρόμους, στα σαλόνια: Δραιφουσιάνοι εναντίον αντιδραιφουσιανών, Δικαιοσύνη εναντίον Προκατάληψης, Πολιτεία εναντίον Στρατού.

Κι ενώ το όνομά του γινόταν σύμβολο, ο ίδιος ο Ντρέιφους έμενε σιωπηλός, λιωμένος απ’ τη ζέστη και την απομόνωση. Δεν ήξερε. Δεν άκουγε. Του έγραφαν, αλλά δεν του τα έδιναν. Ήταν κρατούμενος της Ιστορίας, όχι απλώς του κράτους.

Το 1906, μετά από 12 χρόνια αγώνα, αναγνωρίζεται τελικά η αθωότητά του. Επιστρέφει στη στρατιωτική του θέση - αλλά όχι στην ψυχική του γαλήνη. Έχει ζήσει έναν ιδιότυπο θάνατο και η Γαλλία του οφείλει μια συγγνώμη που δεν δίνεται ποτέ καθαρά. Παρ’ όλα αυτά, στη ζωή που του απομένει, δείχνει σπάνια αντοχή. Υπηρετεί στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σώζεται από απόπειρα δολοφονίας το 1908, κατά την τελετή μεταφοράς των λειψάνων του Ζολά στο Πάνθεον. Ζει αρκετά για να δει τη Γερμανία να σηκώνεται ξανά - και να ξέρει τι σημαίνει να κατηγορείσαι επειδή είσαι «ο Άλλος».

Σαν σήμερα λοιπόν, ο Άλφρεντ Ντρέιφους φεύγει από τη ζωή. Ήσυχα, σχεδόν ταπεινά, στο Παρίσι. Χωρίς χειροκροτήματα. Χωρίς παρελάσεις. Όμως η κηδεία του δεν είναι το τέλος, αλλά η υπενθύμιση: ότι ένα άδικο δικαστήριο μπορεί να γίνει εθνικό τραύμα, και μια ζωή που σπιλώθηκε μπορεί να γίνει σύμβολο. Όχι της αδικίας, αλλά της αντίστασης σε αυτήν.

Ο Ντρέιφους πέθανε μια φορά. Η Ιστορία πέθανε πολλές φορές πάνω του. Κι εμείς, κάθε φορά που κρίνουμε πριν ακούσουμε, κάθε φορά που καταδικάζουμε με ψιθύρους ή κραυγές, την ξανασκοτώνουμε.