Ήταν καλοκαίρι του ’88, από εκείνα που η Αίγινα μοιάζει πιο κοντά στην Αθήνα απ’ ό,τι το Παγκράτι στο Σύνταγμα. Το City of Poros είχε ξεκινήσει την ημερήσια κρουαζιέρα του με 470 ψυχές, από Παλαιό Φάληρο. Ένα πλοίο-ταξίδι, γεμάτο τουρίστες, παιδιά, κουβέρτες, κάμερες και όνειρα διακοπών. Μέχρι που, σαν σήμερα στις 11 Ιουλίου, λίγο πριν τις 8 το βράδυ, όλα αυτά έσβησαν με αίμα, φωτιά και ουρλιαχτά.

Οι περισσότεροι είχαν ανέβει στο κατάστρωμα για να βγάλουν φωτογραφίες. Επιστροφή προς Πειραιά. Ο ήλιος έπεφτε αργά, σχεδόν ερωτικά. Και τότε, ο θάνατος ανέβηκε στο πλοίο, μέσα σε μια λέμβο που προσποιήθηκε «αποβίβαση επιβατών». Τρεις άντρες. Ο ένας άρχισε να πυροβολεί με καλάσνικοφ. Ο δεύτερος έριξε χειροβομβίδες. Ο τρίτος έβαλε φωτιά. Όλα κράτησαν λίγα λεπτά, αρκετά για να καεί η μνήμη μιας χώρας.

Εννέα άνθρωποι δεν ξαναβγήκαν ποτέ από το πλοίο. Τρεις Έλληνες, έξι τουρίστες και σχεδόν εκατό τραυματίες. Μαρτυρίες έκαναν λόγο για μια γιαγιά που σκέπασε το εγγόνι της με το σώμα της. Κάποιοι πήδηξαν στο νερό για να σωθούν· άλλοι, σε λάθος στιγμή, βρήκαν σίδερο αντί για θάλασσα Δεν ήταν ατύχημα. Δεν ήταν φωτιά από βραχυκύκλωμα, ούτε κακοκαιρία. Ήταν τρομοκρατία.

Οι δράστες εξαφανίστηκαν. Δεν συνελήφθη κανείς. Οι μυστικές υπηρεσίες έδειξαν γρήγορα την κατεύθυνση: η εξτρεμιστική οργάνωση Abu Nidal. Ο στόχος δεν ήταν οι επιβάτες. Ήταν η εικόνα: τουρίστες που καίγονται στην Ελλάδα. Οικογένειες που ουρλιάζουν στην καρδιά του Σαρωνικού. Μια χώρα που φαινόταν ξαφνικά διάτρητη, εύκολη και εκτεθειμένη.

Το κράτος σάστισε και τα ξένα ΜΜΕ μιλούσαν για «σφαγή σε κρουαζιέρα». Η τουριστική εικόνα χτυπήθηκε αλύπητα και η ασφάλεια στα λιμάνια άλλαξε άρδην.

Το City of Poros, όμως, δεν βυθίστηκε, δεν εγκαταλείφθηκε. Αντιστάθηκε, επισκευάστηκε,
ανακατασκευάστηκε και ξαναβγήκε στη θάλασσα. Μπορεί κανείς να πει πως έζησε περισσότερο από κάποιους επιβάτες του. Έγινε πλοίο-φάντασμα. Όχι επειδή έσβησε, αλλά επειδή δεν ξεχάστηκε.

Γιατί υπάρχουν στιγμές που δεν κλείνουν ποτέ στο αρχείο. Και υπάρχουν πλοία που, ακόμη κι όταν καθαριστούν, κουβαλούν το αίμα στις λαμαρίνες τους. Σαν σήμερα, κάθε χρόνο, ο Σαρωνικός μυρίζει λιγότερο καλοκαίρι και περισσότερο σιωπή. Από εκείνη τη σιγαλιά που πέφτει, λίγο πριν σκάσει η φωτιά.