Τις τελευταίες ημέρες, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί, ξανά, να εργαλειοποιήσει τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας, υιοθετώντας μια ρητορική που όχι μόνο δεν σέβεται το συνταγματικό του κύρος, αλλά τον εμφανίζει περίπου ως σχολιαστή της πολιτικής επικαιρότητας. Η στοχευμένη πίεση και η απαίτηση να τοποθετηθεί μέσω «διαρροών» δεν αποτελεί πολιτική κριτική. Είναι ωμή προσβολή προς τον ανώτατο πολιτειακό θεσμό, άρα και προς την ίδια τη Δημοκρατία. Όταν η αντιπολίτευση υπονομεύει το κύρος του ΠτΔ, στην πραγματικότητα υπονομεύει τη θεσμική σταθερότητα της χώρας.

Την ώρα που η κυβέρνηση προσπαθεί να κρατήσει τη χώρα σε τροχιά κανονικότητας, ο ΣΥΡΙΖΑ αναμασά το γνωστό αφήγημα περί «θεσμικής κρίσης» για να καλύψει το πολιτικό του αδιέξοδο. Μιλά δήθεν για ανάγκη «προοδευτικής πλειοψηφίας», υπονοώντας πως όποιος δεν συμφωνεί μαζί του είναι εχθρός της Δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα όμως είναι ο ίδιος που τροφοδοτεί τοξικότητα, θολώνει το πολιτικό σκηνικό και επιχειρεί να δημιουργήσει τεχνητή πόλωση, αδιαφορώντας πλήρως για τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών.

Ακόμη και το δημοσίευμα του «Βήματος» που επικαλείται με στόμφο ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν αποδεικνύει τίποτα από όσα προσπαθεί να υπονοήσει. Αντιθέτως, αποκαλύπτει μια παράταξη που ψάχνει απεγνωσμένα στηρίγματα για να συντηρήσει το αφήγημα περί «σχεδίων του Μαξίμου» – σχέδια που υπάρχουν μόνο στην κομματική του φαντασία. Η κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι σέβεται απόλυτα το Προεδρικό Μέγαρο, σε αντίθεση με όσους προσπαθούν να το εμπλέξουν σε μικροπολιτικές σκοπιμότητες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ καλό θα ήταν να ασχοληθεί με τα δικά του αδιέξοδα αντί να προσπαθεί να τα φορτώσει στη χώρα. Τα εσωτερικά προβλήματα της «γαλάζιας πολυκατοικίας» που ονειρεύεται, υπάρχουν μόνο στις αναλύσεις του και όχι στην πραγματικότητα. Το πραγματικό πρόβλημα είναι η δική του εμμονή να παρασύρει τους θεσμούς στο επίπεδο της κομματικής αντιπαράθεσης. Η Δημοκρατία, όμως, δεν μπορεί να γίνει όχημα προεκλογικών σκοπιμοτήτων ούτε υποχείριο μιας αντιπολίτευσης που αδυνατεί να βρει πολιτικό βηματισμό.