Σαν σήμερα, 23 Αυγούστου του 1909, τα Κύθηρα πάγωσαν από φρίκη. Ένα μικρό χωριό, οι Καλοκαιρινές, έγινε σκηνή ενός από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα στην ελληνική ιστορία.
Δεκαπέντε άνθρωποι (άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ακόμα και μια έγκυος) βρέθηκαν νεκροί από το χέρι ενός και μόνο ανθρώπου. Κι εμείς, σαν να ήμασταν εκεί, μπορούμε ακόμη να ακούσουμε την καμπάνα του Αγίου Σπυρίδωνα να σημαίνει την αρχή του εφιάλτη.
Η γαλήνη πριν από την καταιγίδα
Το καλοκαίρι του 1909 κυλούσε ήσυχα στα Κύθηρα. Το νησί, φτωχικό αλλά περήφανο, ζούσε με τους ρυθμούς της αγροτικής ζωής. Στο χωριό Καλοκαιρινές ξεχώριζε ένας άνδρας: ο Αντώνης Αρώνης, γνωστός και ως Λαγωνάρης. Ήταν τσαγκάρης στο επάγγελμα, καλοσυνάτος, μουσικός της παρέας στα πανηγύρια. Ένας άνθρωπος που θα τον συναντούσες εύκολα στο κατώφλι κάποιου σπιτιού, να διορθώνει στιβάνια ή να παίζει το όργανό του σε χαρές.
Μέχρι που όλα άλλαξαν.
Η αρχή έγινε με μια φαινομενικά μικρή διαμάχη. Μια χωριανή αρνήθηκε να πληρώσει τα στιβάνια που της είχε φτιάξει. Το ζήτημα, που θα μπορούσε να είχε λυθεί με έναν συμβιβασμό, πήρε άλλες διαστάσεις. Ένας έντονος καβγάς, μια παγίδα στο σπίτι της, κι ένα δημόσιο ξυλοκόπημα από τον άνδρα της.
Η ντροπή δεν έμεινε κρυφή. Το κουτσομπολιό φούντωσε, οι πελάτες τον γύρισαν την πλάτη, κι εκείνος, που ως τότε ένιωθε μέλος της κοινότητας, βρέθηκε στο περιθώριο. Η ταπείνωση έγινε το πιο φαρμακερό αγκάθι στην ψυχή του.
Η περιπλάνηση στην Αθήνα
Ο Λαγωνάρης αποφάσισε να φύγει. Έφυγε για τον Πειραιά, αναζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία. Βρήκε δουλειά σε τσαγκαράδικο, μα κι εκεί οι συνάδελφοί του τον συκοφάντησαν. Τον παγίδευσαν, βάζοντάς του εργαλεία του αφεντικού στον σάκο. Κατηγορήθηκε για κλοπή, καταδικάστηκε και οδηγήθηκε στις φυλακές.
Όταν αποφυλακίστηκε, γύρισε στα Κύθηρα. Μόνο που πια δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Μέσα του κουβαλούσε πίκρα, οργή και μια αρρωστημένη αίσθηση αδικίας.
Η μέρα που σταμάτησε ο χρόνος
Ήταν Κυριακή, 23 Αυγούστου του 1909. Το χωριό είχε χαρά. Στον Άγιο Σπυρίδωνα επρόκειτο να γίνει μια βάπτιση. Οι χωρικοί ετοιμάζονταν να γιορτάσουν, να γεμίσουν το προαύλιο της εκκλησίας με παιδικές φωνές και τραγούδια.
Ο Λαγωνάρης όμως είχε άλλα σχέδια. Οπλισμένος με μαχαίρι, ανέβηκε στο καμπαναριό και χτύπησε την καμπάνα. Όλοι βγήκαν από τα σπίτια, νομίζοντας πως ήρθε η ώρα για το μυστήριο. Κανείς δεν ήξερε ότι ξεκινούσε ο δικός τους εφιάλτης.
Στην πλατεία έστησε καρτέρι. Όποιος περνούσε, έπεφτε. Δεκαπέντε άνθρωποι δολοφονήθηκαν μέσα σε λίγα λεπτά. Μανάδες, παιδιά, ηλικιωμένοι. Ανάμεσά τους μια γυναίκα έγκυος και τα δύο μικρά της παιδιά. Το αίμα βάφει τις πέτρες, οι κραυγές σκίζουν τον αέρα, κι ένα ολόκληρο χωριό μένει παραλυμένο από τρόμο.
Κάποιοι χωρικοί νόμιζαν πως πρόκειται για επίθεση πειρατών. Όμως ο παπάς τον αναγνώρισε. Πήρε το όπλο του και τον πυροβόλησε στην πλάτη. Εκείνος σωριάστηκε, μα δεν πέθανε. Την επόμενη μέρα συνελήφθη, ύστερα από καταδίωξη στις στέγες.
Από τον «καλοσυνάτο τσαγκάρη» στον «Καπετάν Δεκάξι»
Η δίκη του ήταν ταχύτατη. Η Ελλάδα πάγωσε μπροστά στην αγριότητα της σφαγής. Η θανατική ποινή έμοιαζε μονόδρομος, αλλά τελικά καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Λέγεται πως οι αρχές ήθελαν να τον χρησιμοποιήσουν ως δήμιο, αντί να τον εκτελέσουν.
Στις φυλακές Ναυπλίου δεν άργησε να δείξει ξανά το πρόσωπό του. Σκότωσε ακόμη έναν συγκρατούμενο. Έτσι, από τους 15 στα Κύθηρα, έγιναν 16. Κι εκείνος πήρε το φρικιαστικό προσωνύμιο «Καπετάν Δεκάξι».
Το τέλος του ήρθε βίαια: ένας κουρέας στις φυλακές, με ξυράφι στο χέρι και εντολή των συγκρατουμένων του, του έκοψε το νήμα της ζωής.
Η μνήμη που δεν σβήνει
Η σφαγή στα Κύθηρα δεν έμεινε απλώς ως μια τραγωδία. Έγινε θρύλος, υλικό για ιστορίες, μνήμες και καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις.
Ο συγγραφέας Πάνος Δημάκης κατέγραψε τα γεγονότα στο βιβλίο του «17 κλωστές», ένα μυθιστόρημα βασισμένο στη φρίκη και τις συνέπειες εκείνης της μέρας. Το βιβλίο μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη με την ομώνυμη σειρά σε σενάριο της Μιρέλλας Παπαοικονόμου και σκηνοθεσία του Σωτήρη Τσαφούλια. Η ιστορία προβλήθηκε ξανά και ξανά, γιατί κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει πώς ένας απλός χωρικός μετατράπηκε σε μακελάρη.
Το φονικό καταγράφεται επίσης στο συλλογικό έργο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα», ανάμεσα στα πιο αποτρόπαια της νεότερης ιστορίας.
Σαν να ήσουν εκεί…
Αν περπατήσεις στα Κύθηρα και βρεθείς στις Καλοκαιρινές, μπορεί ακόμη να νιώσεις την ατμόσφαιρα. Τα λιθόστρωτα, τα χαμηλά σπίτια, η μυρωδιά του καλοκαιρινού αέρα. Φαντάζεσαι τα παιδιά που έτρεχαν τότε γελώντας, τις γυναίκες που ετοίμαζαν το τραπέζι για το πανηγύρι, τους άνδρες που κουβέντιαζαν στην πλατεία.
Και μετά, μια καμπάνα. Ένας ήχος που αντί να σημάνει χαρά, έφερε θάνατο. Ένα μαχαίρι, μια κραυγή, μια φρίκη που δεν μπορεί να περιγραφεί. Το αίμα που πότισε τις πέτρες δεν ξεπλύθηκε ποτέ πραγματικά.
Η σφαγή του Λαγωνάρη δεν ήταν μόνο ένα έγκλημα· ήταν το τέλος της αθωότητας για μια ολόκληρη κοινότητα. Ήταν η στιγμή που η εμπιστοσύνη έσπασε, που το «δικό μας παιδί» έγινε εχθρός.
Και γι’ αυτό σαν σήμερα, θυμόμαστε. Θυμόμαστε όχι μόνο το αίμα που χύθηκε, αλλά και το πώς η αδικία, η περιθωριοποίηση και η ντροπή μπορούν να μετατρέψουν έναν άνθρωπο σε θηρίο.