Ο Θεόφιλος Σεχίδης ήταν 24 χρόνων και φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κομοτηνής. Στις 19 και 20 Μαΐου του 1996, ο Σεχίδης σκοτώνει με τον πιο άγριο τρόπο τους γονείς, τον θείο, την αδερφή και τη γιαγιά του. Το έγκλημα θα αποκαλυφθεί λίγους μήνες μετά, στις 9 Αυγούστου.
Ο Θεόφιλος Σεχίδης ήταν γνωστός στους συμπολίτες του εκείνης της εποχής, τον έβλεπαν συχνά πυκνά να περπατάει μοναχός του ή τον έβρισκαν να συχνάζει στην πλατεία του καφενείου. Ήταν μια ιδιόρρυθμη προσωπικότητα που ζούσε απολύτως μόνος του, χωρίς να δίνει το δικαίωμα σε κανέναν να τον πλησιάσει.
Με ιστορικό κατάθλιψης και μανία καταδίωξης, πίστευε ότι οι συγγενείς του ήθελαν να τον σκοτώσουν. Έτσι, όταν αποφάσισε να τους επισκεφτεί στην Θάσο, είχε ήδη σχεδιάσει το έγκλημά του.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, ο πρώτος φόνος έγινε το πρωί της 19ης Μαΐου, στην περιοχή της αρχαίας ακρόπολης της Θάσου.
Εκείνη την ημέρα είχε επισκεφθεί τον θείο του, αφού πρώτα είχε καταστρώσει το σχέδιό του παίρνοντας και ένα ψαλίδι μαζί του. Περιδιαβαίνοντας τα τείχη της ακρόπολης σε ένα απόμερο μέρος έσπρωξε τον θείο του από ύψος περίπου 5 μέτρων και έτσι όπως ήταν βαριά τραυματισμένος τον αποτελείωσε με το ψαλίδι που είχε μαζί του.
Έπειτα, φεύγει και πηγαίνει σε ένα κατάστημα όπου αγοράζει ένα όπλο και πολλά φυσίγγια, από εκεί πηγαίνει στην αποθήκη τους και κόβει την κάννη του.
Ατάραχος, κάνει μπάνιο στο σπίτι του και περιμένει... Μόλις ήλθε ο πατέρας του τον πυροβολεί στο κεφάλι και πέφτει νεκρός, σε λίγο ήλθε και η μητέρα του, εκείνης της έκοψε τον λαιμό με ένα μαχαίρι του σπιτιού.
Μπαίνοντας πίσω από τη μάνα του η αδελφή του, την πυροβολεί δύο φορές στο στήθος και της κόβει την καρωτίδα. Την επομένη ήλθε στο σπίτι η γιαγιά του την οποία έσφαξε και αυτήν.
Το αρρωστημένο έγκλημα δεν τελειώνει εκεί, ο Σεχίδης θέλοντας να εξαφανίσει τα πτώματα των συγγενών του αφού προμηθεύτηκε ένα αλυσοπρίονο και μεγάλες μαύρες σακούλες για σκουπίδια επιστρέφει στο σπίτι τους, βάζει στο ραδιόφωνο να παίζουν έργα του Τσαϊκόφσκι και ξεκινάει να τεμαχίζει τα τέσσερα πτώματα των συγγενών του.
Τέλος, από τα κεφάλια τους έβγαλε τα μυαλά και τα έβαλε στο ψυγείο. Ενώ, τις σακούλες με τα τεμαχισμένα πτώματα τις μετέφερε με το αυτοκίνητό του σε σκουπιδότοπο της Καβάλας, όπου ξεφορτώθηκε το μακάβριο φορτίο του.
Το κουβάρι των φρικτών φονικών άρχισε να ξετυλίγεται όταν η σύζυγος του θείου του, που διέμενε στην Ελβετία, ενημέρωσε την αστυνομία επειδή δεν είχε νέα από τον σύζυγό της. Αμέσως, οι Αρχές ξεκίνησαν τις έρευνες, θεωρώντας ως κύριο ύποπτο τον Σεχίδη.
Έτσι στις 6 Αυγούστου έγινε έρευνα στο σπίτι του στα Λιμενάρια, εκεί βρήκαν μέσα στην ντουλάπα του κρεμασμένες με γάντζους τις φωτογραφίες και των πέντε θυμάτων της οικογένειάς του.
Στην ανάκριση ομολόγησε πλήρως τα εγκλήματά του υποδεικνύοντας το μέρος όπου είχε πετάξει τις σακούλες με τα τεμαχισμένα πτώματα.
Μετά την ομολογία του, του απαγγέλθηκε η κατηγορία για τις πέντε ανθρωποκτονίες και μεταφέρθηκε στις φυλακές Κομοτηνής όπου τον παρακολουθούσαν δύο ψυχίατροι της πόλης. Ο Σεχίδης μέχρι τη δίκη έμενε σε ένα κελί μόνος του με αυξημένα μέτρα για λόγους ασφαλείας και επικινδυνότητας.
Η δίκη του έγινε μετά από έναν χρόνο, στις 20 Ιουνίου του 1997, στη Δράμα, κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας λόγω φόβων για λιντσάρισμα.
Εκεί δήλωσε ότι βρισκόταν σε άμυνα και ότι ήταν θύμα οικογενειακής συνωμοσίας, διότι όπως είπε του «έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήταν παιδί άλλης μητέρας» και δεν του έλεγαν την αλήθεια.
Στο τέλος, καταδικάστηκε σε 5 φορές ισόβια (μία για κάθε ένα από τα θύματα). Όταν μεταφέρθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού και τον εξέτασαν ψυχίατροι, γνωμάτευσαν ότι στον εγκέφαλό του υπάρχουν αλλοιώσεις που δεν κρίνονταν φυσιολογικές και έπασχε από σχιζοφρένεια.
Ο Σεχίδης απεβίωσε το 2019 σε ηλικία 47 ετών μέσα στις φυλακές από ανακοπή καρδιάς. Κατά τη διαμονή του στις φυλακές εισέπραττε ενοίκια από τρία διαμερίσματα που κληρονόμησε και είχε ορίσει δικηγόρο για την είσπραξή τους. Ο μοναδικός άνθρωπος που τον επισκεπτόταν στη φυλακή ήταν μια μακρινή θεία του από το σόι της μητέρας του.