Στις 21 Μαΐου 1864, τα Επτάνησα ενώθηκαν επίσημα με το ελληνικό κράτος. Μια μέρα που γεννήθηκε από χρόνια αγώνων, διαμαρτυριών και εθνικών πόθων. Για τους Επτανήσιους, δεν ήταν απλώς διοικητική αλλαγή. Ήταν η δικαίωση μιας ταυτότητας που είχε ήδη διαμορφωθεί: ελληνική, ανυπότακτη, και αταλάντευτα στραμμένη προς το μητρικό κράτος.
Η πορεία προς την ένωση δεν ήταν απλή. Από το 1815, τα Ιόνια Νησιά είχαν τεθεί υπό τη «βρετανική προστασία» ως Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων. Οι Βρετανοί ίδρυσαν δομές, κατασκεύασαν δρόμους και λιμάνια, άφησαν πίσω θεσμική κληρονομιά — αλλά αγνόησαν κάτι πιο βαθύ: τη βούληση του πληθυσμου για Ένωση.
Η μεγάλη ευκαιρία παρουσιάστηκε μετά την έξωση του Όθωνα και την εκλογή του νεαρού Γεωργίου Α΄, μόλις 18 ετών, γιου του βασιλιά της Δανίας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ήθελαν σταθερότητα. Η Βρετανία – θέλοντας να ενισχύσει τον νέο βασιλιά και να αποσύρει ειρηνικά την παρουσία της – παραχώρησε τα Επτάνησα στην Ελλάδα ως “δώρο” προς τον νέο ηγεμόνα, με τη Συνθήκη του Λονδίνου (Μάρτιος 1864).
Στις 21 Μαΐου, στην Κέρκυρα, οι Βρετανοί κατέβασαν τη σημαία τους και την παρέδωσαν στους Έλληνες αξιωματούχους. Στο Κάστρο της Κέρκυρας υψώθηκε η Γαλανόλευκη.
Για την Ελλάδα, τα Επτάνησα δεν ήταν απλώς προσάρτηση. Ήταν πολιτισμική ένεση. Έφεραν μαζί τους τη λογοτεχνία του Σολωμού και του Κάλβου, τη μουσική των φιλαρμονικών, τις συνταγματικές εμπειρίες της Ιονίου Πολιτείας και μια ζωντανή σύνδεση με την Ευρώπη.
Σήμερα, η 21η Μαΐου δεν είναι απλώς μια ημερομηνία για παρελάσεις και σημαίες. Είναι υπενθύμιση ότι η Ελλάδα χτίστηκε βήμα-βήμα, με κόπο, διπλωματία και την πίστη ενός λαού πως η Ιστορία δεν τελειώνει – συνεχίζεται.