Κάθε χρόνο, στο τέλος του καλοκαιριού, η Ελλάδα θυμάται την οδυνηρή επέτειο της λήξης του Εμφυλίου Πολέμου το 1949. Μια σύγκρουση που δεν ήταν απλώς πολιτική, αλλά υπαρξιακή, καθώς το διακύβευμα δεν ήταν απλώς η μορφή διακυβέρνησης, αλλά η ίδια η ταυτότητα του έθνους.

Ο Εμφύλιος υπήρξε η πιο σκοτεινή σελίδα της νεότερης ιστορίας μας. Στον τόπο που μόλις είχε απελευθερωθεί από τη ναζιστική κατοχή, η κομμουνιστική παράταξη επέλεξε να αιματοκυλήσει την πατρίδα, με στόχο την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος στα πρότυπα της Μόσχας. Παρά το γεγονός αυτό, σήμερα είναι η ίδια πολιτική οικογένεια που συχνά επικαλείται το λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς. Το οξύμωρο είναι προφανές: εκείνοι που επιχείρησαν να επιβάλουν έναν ολοκληρωτισμό με τα όπλα, παρουσιάζονται ως υπερασπιστές της δημοκρατίας.

Εκ του αποτελέσματος, όμως, η Ελλάδα σώθηκε. Χάρη στη θυσία του εθνικού στρατού και στην αποφασιστικότητα της νόμιμης κυβέρνησης, η χώρα απέφυγε την τραγική μοίρα των γειτονικών βαλκανικών κρατών. Στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, στη Γιουγκοσλαβία και στην Αλβανία, οι λαοί υπέστησαν για δεκαετίες τον ζυγό της κομμουνιστικής καταπίεσης: στρατόπεδα συγκέντρωσης, έλλειψη ελευθεριών, οικονομική καθυστέρηση. Στην Ανατολική Γερμανία, στην Πολωνία, στην Ουγγαρία, οι κοινωνίες βίωσαν το ίδιο πνιγηρό καθεστώς, όπου η κρατική ασφάλεια και η λογοκρισία υπαγόρευαν κάθε πτυχή της ζωής.

Η Ελλάδα, αντίθετα, παρά τις πληγές του Εμφυλίου, μπόρεσε να βαδίσει τον δύσκολο δρόμο της δημοκρατίας, να ενταχθεί στη δυτική συμμαχία, να αναπτυχθεί και να κατακτήσει τη θέση που της αναλογεί στην Ευρώπη. Αν σήμερα μπορούμε να μιλάμε για ελευθεροτυπία, για πολιτική πολυφωνία, για δικαιώματα και θεσμούς, αυτό οφείλεται στο ότι το 1949 η χώρα δεν παραδόθηκε στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό.

Η επέτειος της λήξης του Εμφυλίου δεν είναι μόνο ιστορική μνήμη· είναι υπενθύμιση. Υπενθύμιση ότι η ελευθερία δεν χαρίζεται, αλλά κατακτάται και υπερασπίζεται. Και ότι η αλήθεια της Ιστορίας δεν μπορεί να αντιστραφεί: η Ελλάδα στάθηκε όρθια, κόντρα σε όσους θέλησαν να την υποτάξουν, και γι’ αυτό μπόρεσε να κοιτάξει μπροστά.