Σαν σήμερα το 1878 υπογράφεται στο Βερολίνο μια συνθήκη που δεν άλλαξε μόνο τους χάρτες αλλά και τις ισορροπίες δυνάμεων στα Βαλκάνια. Η Συνθήκη του Βερολίνου έβαλε την υπογραφή της κάτω από τη διάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας σταδιακά, με πιο ηχηρή κίνηση την ανεξαρτητοποίηση της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Ρουμανίας. Τρεις χώρες κέρδιζαν την επίσημη αναγνώριση της ελευθερίας τους. Η Ελλάδα, όμως; Κρατήστε λίγο.
Η συνθήκη ήρθε ως «διορθωτική» της προκλητικής για τους Δυτικούς Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1878), με την οποία η Ρωσία –νικήτρια του ρωσοτουρκικού πολέμου– είχε φτιάξει στα μέτρα της μια Μεγάλη Βουλγαρία, που έφτανε σχεδόν μέχρι τη Λάρισα. Η Δύση πάγωσε. Η Αγγλία και η Αυστροουγγαρία δεν ήθελαν ρωσική αυτοκρατορική σκιά στη Μεσόγειο και έτσι συγκάλεσαν το Συνέδριο του Βερολίνου, με οικοδεσπότη τον Μπίσμαρκ – έναν άνθρωπο που πίστευε ότι τα Βαλκάνια δεν άξιζαν ούτε τα κόκαλα ενός Πρώσου στρατιώτη.
Η Ελλάδα δεν ήταν στο τραπέζι των «μεγάλων» – ήταν στην αναμονή. Είχε ήδη δώσει ένα σινιάλο με την εθελοντική κινητοποίηση στρατού και τη διπλωματική της πίεση, προσπαθώντας να φανεί χρήσιμη στους ισχυρούς. Η ελληνική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου προσπάθησε μέσω των διπλωματών Κωνσταντίνου Καλλέργη (πρεσβευτής στο Λονδίνο) και Θεόδωρου Δεληγιάννη (απεσταλμένος στο Βερολίνο) να εξασφαλίσει πολιτική στήριξη. Κι έτσι, με πίεση κυρίως της Αγγλίας (που ήθελε την Ελλάδα ως αντιστάθμισμα στη ρωσική επιρροή στη Βουλγαρία), μπήκε στο τραπέζι των ανταλλαγμάτων: η Ελλάδα θα πάρει… κάτι. Τι ακριβώς δεν το ήξερε ακόμη.
Η «προφορική υπόσχεση» του Βερολίνου ήταν απλή: δώστε κάτι και στην Ελλάδα, μην τη σπρώξετε στην αγκαλιά της Ρωσίας. Αυτή η διπλωματική παρακαταθήκη μετουσιώθηκε τρία χρόνια μετά, το 1881, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχώρησε σχεδόν ολόκληρη τη Θεσσαλία (Λάρισα, Τρίκαλα, Καρδίτσα) και τμήμα της Ηπείρου με την Άρτα στην Ελλάδα, χωρίς πόλεμο. Ήταν η πρώτη φορά που τα σύνορα της μικρής Ελλάδας μεγάλωναν μέσω διπλωματίας και όχι με τουφέκι.
Την ίδια περίοδο, και παρότι δεν αναφερόταν ρητά στη Συνθήκη, η Κρήτη μπήκε κι αυτή στο προσκήνιο των πιέσεων. Μετά από νέα εξέγερση των Κρητών, και με φόντο τη γενική ευρωπαϊκή κινητικότητα, η Οθωμανική Πύλη υποχρεώθηκε να παραχωρήσει σημαντική αυτονομία: ο Χάρτης της Χαλέπας (Οκτώβριος 1878) καθιέρωσε ελεύθερες εκλογές, την ελληνική ως επίσημη γλώσσα και διοίκηση με τοπικό χριστιανό ηγέτη. Μια πρώιμη μορφή αυτοδιοίκησης, που έμελλε να ανοίξει τον δρόμο για την Κρητική Πολιτεία το 1898.
Η Συνθήκη του Βερολίνου ήταν το πρώτο σάλπισμα για τη διάλυση του «μεγάλου ασθενούς», της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και ταυτόχρονα η στιγμή που η Ελλάδα πέρασε από το στάδιο του θεατή σε αυτό του παίκτη. Μικρός, βέβαια, και χωρίς φωνή ακόμα, αλλά πλέον στο γήπεδο.
Σήμερα, βλέποντας πίσω, η Συνθήκη του Βερολίνου μάς δίδαξε πως τα εθνικά κέρδη δεν έρχονται πάντα με πολέμους. Έρχονται με στρατηγική, υπομονή και την ικανότητα να βρίσκεσαι στο κατάλληλο στρατόπεδο την κατάλληλη στιγμή.
Τότε, η Ελλάδα μπήκε στο παιχνίδι ως αουτσάιντερ. Σήμερα, παίζει ως σταθερός εταίρος, με φωνή, αυτοπεποίθηση και προοπτική. Γιατί, τελικά, δεν είναι αρκετό να έχεις χάρτη – χρειάζεται και πυξίδα.
