Το νέο βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα επαναφέρει στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης την περίοδο 2015-2019, επιχειρώντας να παρουσιαστεί ως μια προσωπική πορεία αυτογνωσίας και πολιτικής ωρίμανσης. Ωστόσο, όσο ξετυλίγεται η αφήγηση, τόσο περισσότερο γίνεται φανερό πως η «Ιθάκη» δεν λειτουργεί ως αυτοκριτική καταγραφή, αλλά ως μια προσεκτικά δομημένη προσπάθεια να αναδιαμορφωθεί η εικόνα του πρώην πρωθυπουργού. Η συζήτηση που άνοιξε γύρω από το βιβλίο αναζωπύρωσε ξανά τα ερωτήματα για το πώς ο Τσίπρας επιλέγει να αφηγηθεί την πολιτική του διαδρομή - και, κυρίως, για το ποιοι τελικά φορτώνονται τις ευθύνες.

Με αυτό το πλαίσιο, το κείμενο που ακολουθεί εξετάζει πώς η «Ιθάκη» μετατρέπεται από υπόσχεση αυτογνωσίας σε πεδίο αποποίησης ευθυνών, αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις και τις σκοπιμότητες πίσω από την αφήγηση του Αλέξη Τσίπρα.

Αν κάτι κάνει ξεκάθαρο το νέο βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα, δεν είναι κάποια υποτιθέμενη γενναία αυτοκριτική, ούτε μια καταγραφή της αλήθειας για τα κρίσιμα χρόνια 2015-2019. Αυτό που πραγματικά επιτυγχάνει η Ιθάκη είναι κάτι πολύ πιο γνώριμο για τον πρώην πρωθυπουργό: μια κομψή, λογοτεχνικά περιτυλιγμένη απόπειρα αποποίησης ευθύνης, μια προσπάθεια να ξαναγραφτεί η ιστορία με τρόπο που αφήνει εκείνον ανέγγιχτο και φορτώνει τα βάρη στους συνεργάτες του. Όλα τα λάθη, όλες οι παλινωδίες, όλες οι καταστροφικές επιλογές της τότε κυβέρνησης παρουσιάζονται ως αποτέλεσμα άλλων – ενός επιπόλαιου Παππά, ενός εμμονικού Βαρουφάκη, ενός «απείθαρχου» Πολάκη, ενός αφελούς Κασσελάκη, ενός απρόβλεπτου Θεοδωράκη. Κάποια στιγμή, όμως, πρέπει να τεθεί το στοιχειώδες ερώτημα: ποιος κυβέρνησε τελικά αυτόν τον τόπο;

Η σκηνοθετημένη αφήγηση

Η αφήγησή του ξεκινά δήθεν αποκαλυπτική, υποσχόμενη να φωτίσει παρασκήνια και στιγμές έντασης. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν πρόκειται για κατάθεση ευθύνης αλλά για μια χορογραφημένη προσπάθεια να αποδομηθούν, σε δόσεις, όλα τα πρόσωπα που τον περιέβαλλαν, αφήνοντας τον ίδιο στο ρόλο του «καλού καπετάνιου» που προσπαθούσε να συγκρατήσει το καράβι. Ο Φλαμπουράρης – ο μόνος που γλιτώνει – παρουσιάζεται σχεδόν ως ηθικός φάρος. Οι υπόλοιποι, ένας-ένας, μπαίνουν στη σειρά της πολιτικής αποσάθρωσης. Και όλα αυτά, βέβαια, χωρίς ποτέ ο αφηγητής να φτάνει στο σημείο της πραγματικής αυτοκριτικής: χωρίς να αναγνωρίζει ότι εκείνος έκανε τις επιλογές, εκείνος επέλεξε την πορεία, εκείνος ανέλαβε τη διακυβέρνηση και οδήγησε στα αδιέξοδα.

Η υπόθεση Βαρουφάκη

Η περίπτωση Βαρουφάκη είναι ενδεικτική. Ο Τσίπρας θυμάται τώρα ότι ο τότε υπουργός Οικονομικών λειτουργούσε με «επιστημονικές εμμονές», ότι τα κουπόνια και τα ηλεκτρονικά νομίσματα θα οδηγούσαν τη χώρα στη διάλυση και ότι το σχέδιο ήταν ανεφάρμοστο. Μα πώς; Δεν ήταν ο ίδιος που τον επέλεξε, που τον καθοδήγησε, που τον προέβαλε ως αιχμή του δόρατος στην περίφημη «σκληρή διαπραγμάτευση»; Δεν ήταν ο ίδιος που τον άφησε για μήνες στο τιμόνι, ενώ η οικονομία βυθιζόταν στην αβεβαιότητα και οι τράπεζες έφταναν στο κλείσιμο; Τώρα, με άνεση αναδρομική, ο Τσίπρας παρουσιάζει τον εαυτό του ως τον φρόνιμο που προειδοποιούσε, ως τον σοβαρό άνθρωπο που προσπαθούσε να συγκρατήσει έναν ιδεολογικό τυχοδιώκτη. Το αφήγημα βολικό, αλλά βαθιά προσβλητικό για τη νοημοσύνη όσων έζησαν εκείνη την περίοδο.

Ο «απείθαρχος» Πολάκης

Η ίδια τακτική εφαρμόζεται και στην υπόθεση Πολάκη. Ο πρώην πρωθυπουργός παραδέχεται ότι σκέφτηκε να τον διαγράψει, ότι διαφωνούσε με τις ακρότητες του, ότι εξοργίστηκε με τις «προγραφές». Κι όμως, όλα αυτά δεν συνοδεύτηκαν ποτέ από πολιτική πράξη. Κρατούσε τον Πολάκη στο απυρόβλητο όταν τον χρειαζόταν και κάνει κριτική μόνο τώρα, όταν δεν έχει κανένα κόστος. Έτσι, ο αναγνώστης μένει με την εντύπωση ότι ο Τσίπρας ήταν εγκλωβισμένος από «κακούς συνεργάτες», αντί να παραδεχθεί ότι ο ίδιος επέλεγε να κλείνει τα μάτια, να αποσιωπά, να ανέχεται.

Ο Νίκος Παππάς

Το ίδιο μοτίβο εξαπολύεται και στον Νίκο Παππά. Ο «13-0», όπως έμεινε γνωστός από τη καταδίκη του για τις τηλεοπτικές άδειες, παρουσιάζεται από τον Τσίπρα ως φίλος που θα έπρεπε – αναδρομικά πάντα – να αποσυρθεί για το καλό του κόμματος. Καλό το εύρημα, αλλά και αυτό αθωώνει τον ίδιο: ποιος ήταν ο πολιτικός προϊστάμενος; ποιος έδωσε την εντολή για το περιβόητο σχέδιο ελέγχου των ΜΜΕ; ποιος ήλεγχε το επιτελείο; Η Ιθάκη σιωπά, γιατί δεν την εξυπηρετεί.

Ο Στέφανος Κασσελάκης

Ακόμη και στον Στέφανο Κασσελάκη, τον διάδοχό του, ο Τσίπρας δεν αντιστέκεται στον πειρασμό της ειρωνείας. Πασχίζει να τον παρουσιάσει ως «κωμικοτραγικό», σαν να ευθύνεται η βάση του ΣΥΡΙΖΑ – και όχι εκείνος – για την εκλογή ενός ανθρώπου που ο ίδιος εγκατέλειψε στο κόμμα χωρίς σχέδιο, χωρίς ηγεσία, χωρίς προοπτική. Για άλλη μια φορά, το μήνυμα είναι σαφές: «φταίνε οι άλλοι».

Ο Πάνος Καμμένος

Αντίθετα, ο Πάνος Καμμένος εμφανίζεται ως σχεδόν υποδειγματικός συνεργάτης. Ο Τσίπρας του αποδίδει θεσμική συνέπεια, υπευθυνότητα, σοβαρότητα. Είναι εντυπωσιακό ότι ο πρώην πρωθυπουργός επέλεξε να αγιογραφήσει τον Καμμένο – τον άνθρωπο των θεωριών συνωμοσίας, των ακραίων δηλώσεων, των επιθέσεων σε θεσμούς και πρόσωπα – μόνο και μόνο επειδή εκείνος ήταν ο μοναδικός που δεν «του δημιούργησε προβλήματα». Έτσι αντιλαμβάνεται ο Τσίπρας τη θεσμικότητα: όποιος δεν του χαλάει τη σούπα είναι άξιος επαίνων.

Η αναδρομή στον Γιώργο Παπανδρέου

Όσο για τον Γιώργο Παπανδρέου, τον άνθρωπο που προανήγγειλε το δημοψήφισμα πριν από μια δεκαετία, ο Τσίπρας τον επικρίνει για τις λάθος επιλογές του, παραλείποντας όμως ότι ο ίδιος, όταν έφτασε η ώρα της κρίσης το 2015, έκανε ακριβώς το ίδιο: προκήρυξε δημοψήφισμα, οδήγησε τη χώρα στο χείλος της εξόδου από το ευρώ, μετέτρεψε το «όχι» σε «ναι», υπέγραψε το τρίτο μνημόνιο – και όλα αυτά χωρίς καμία διάθεση να τα αναλύσει σήμερα με ειλικρίνεια.

Ο στόχος της «Ιθάκης»

Στο τέλος της Ιθάκης, αυτό που μένει δεν είναι η κάθαρση, ούτε η αναμέτρηση με τα λάθη. Είναι κάτι απείρως πιο χοντροκομμένο: μια προσπάθεια να καθαγιαστεί ο ίδιος, να σβηστούν τα ίχνη της ευθύνης, να μείνει ο Τσίπρας ως ο «καλός ηγέτης» που προδόθηκε από τους ανθρώπους του. Αλλά η ιστορία δεν ξαναγράφεται τόσο εύκολα. Και οι πολίτες θυμούνται.

Γιατί, στην πραγματικότητα, η Ιθάκη δεν είναι βιβλίο πολιτικής αυτογνωσίας. Είναι μια φιλόδοξη προσπάθεια πολιτικού ξεπλύματος, μια αφήγηση όπου όλοι οι άλλοι φταίνε – εκτός από τον άνθρωπο που κρατούσε το τιμόνι. Και αυτό, με κάθε ειλικρίνεια, είναι το μόνο που δεν μπορεί πλέον να ξεπλυθεί.