Η συζήτηση για την ψήφο των αποδήμων ήταν και παραμένει ένα από τα διαχρονικά και διακομματικά ζητήματα που απασχολούν την πολιτική ατζέντα.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Αποτελεί ούτως ή άλλως συνταγματική επιταγή, ενώ οι εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας και η οικονομική κρίση που έσπρωξε στο εξωτερικό εκατοντάδες χιλιάδες νέους φούντωσε μοιραία τη συζήτηση για τη φόρμουλα που θα επιτρέψει σε όλους αυτούς τους Ελληνες όπου γης ν’ ασκήσουν το θεμελιώδες για τη δημοκρατία και ισονομία εκλογικό τους δικαίωμα. Οπως ακριβώς γίνεται δηλαδή σε όλες σχεδόν τις χώρες του δυτικού κόσμου εδώ και χρόνια, όπου οι πολίτες ψηφίζουν είτε σε ειδικά εκλογικά κέντρα είτε με επιστολική ψήφο ακόμη και μέρες προτού ανοίξουν οι κάλπες στην πατρίδα τους – και δίχως να έχει κινδυνεύσει ποτέ το αδιάβλητο της διαδικασίας.
Παρά τις ατέρμονες συζητήσεις, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν αυτή που άνοιξε τον φάκελο της ψήφου των αποδήμων Ελλήνων από τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής της το 2019, συναντώντας τότε την οργισμένη αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα της Κουμουνδούρου αρνήθηκε να συναινέσει σε οποιαδήποτε ρύθμιση, οδηγώντας εν τέλει στον διαχωρισμό των Ελλήνων σε ψηφοφόρους δύο ταχυτήτων, καταγγέλλοντας επιπλέον τη ΝΔ για μεθοδεύσεις προκειμένου ν’ αλλοιώσει, τάχα, τη λαϊκή βούληση και να μην επιτρέψει ποτέ ξανά στην προοδευτική διακυβέρνηση να διαχειριστεί τις τύχες του τόπου, όπως χαρακτηριστικά –και ατυχέστατα, βέβαια– είχε πει τότε από το βήμα της Βουλής ο Γιάννης Ραγκούσης.
Αδιέξοδα παζάρια
Ακολούθησε ένα «ανατολίτικο παζάρι» από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να εξασφαλιστεί η συναίνεση των 2/3 της Βουλής που απαιτείται από το σύνταγμα για την άμεση εφαρμογή των διατάξεων, ωστόσο τα παιχνίδια εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης έως την τελευταία στιγμή οδήγησαν σε μια ατελή διάταξη που τα μειονεκτήματά της φάνηκαν στις πρόσφατες εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου. Και τούτο παρά την τροποποίηση της νομοθεσίας που ψηφίστηκε το 2019, με αποτέλεσμα ελάχιστοι να είναι οι απόδημοι που εκδήλωσαν το ενδιαφέρον τους και συμπεριελήφθησαν στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους σε σχέση με τον πραγματικό αριθμό των Ελλήνων που ζουν στο εξωτερικό.
Θύματα αυτής της στρέβλωσης υπήρξαν κυρίως αυτοί τους οποίους στόχευε αρχικά η διάταξη: οι νέοι του λεγόμενου brain drain, που αποτελούν το πιο δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας και έφυγαν τα προηγούμενα χρόνια από τις εστίες τους στην πατρίδα, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Διατήρησαν ωστόσο ζωντανούς τους δεσμούς τους με την πατρίδα – άρα, έχουν εξ ορισμού το δικαίωμα να ορίζουν και την τύχη αυτής με την ψήφο τους. Σε αρκετές περιπτώσεις βέβαια τα προβλήματα ήταν πρακτικής φύσεως, όπως π.χ. ότι κάτοικοι της Νότιας Αμερικής θα έπρεπε να ταξιδέψουν στις ΗΠΑ προκειμένου ν’ ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, με αποτέλεσμα να μην το πράξουν εν τέλει και να απέχουν από την ψηφοφορία. Αλλά και τα ίδια τα κόμματα έδειξαν να ξεχνούν τους απόδημους, αφού δεν όρισαν στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας υποψηφίους που προέρχονται από την ομογένεια, όπως όριζε ο νόμος.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πάντως υπήρξε συνεπής με τη δέσμευση που είχε δώσει στους εκπροσώπους των αποδήμων ήδη από το καλοκαίρι του 2021 και συγκεκριμένα στα εκλεγμένα μέλη της Παγκόσμιας Διακοινοβουλευτικής Ενωσης Ελληνισμού. Εντοπίζοντας τα προβλήματα που υπήρχαν στη διάταξη εξαιτίας της στείρας αντιπαράθεσης και άρνησης του ΣΥΡΙΖΑ (σ.σ.: το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ κατά βάση συντάχθηκε με τις προτάσεις της κυβέρνησης), δεσμεύτηκε γι’ αυτό που εξελίσσεται τα τελευταία 24ωρα: την αναθεώρηση της νομοθεσίας, με στόχο να αποκτήσουν πραγματικά δικαίωμα ψήφου όλοι οι Ελληνες του εξωτερικού. Και όμως, μια ιστορική αναδρομή δείχνει ότι το 1975, κατά τη συζήτηση για την αναθεώρηση του συντάγματος, η Αριστερά και ειδικότερα το ΚΚΕ ζητούσαν μετ’ επιτάσεως από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και την κυβέρνηση της ΝΔ η σχετική συνταγματική διάταξη για την ψήφο των Ελλήνων του εξωτερικού να προβλέπει συνταγματική εντολή και όχι απλώς την ευχέρεια προς τον κοινό νομοθέτη να ρυθμίσει τα σχετικά ζητήματα. Μπορεί λοιπόν να πέρασαν σχεδόν πενήντα χρόνια, αλλά ελάχιστα άλλαξαν από τότε και, δυστυχώς, με ευθύνη της Αριστεράς που οτιδήποτε άλλο παρά την πρόοδο εκπροσωπεί στο εν λόγω ζήτημα.