Και οι κρίνοντες κρίνονται. Είναι σαφές, το τονίζουν και οι ίδιοι οι εισαγγελείς στην ανακοίνωση που εξέδωσε η Ενωσή τους, με αφορμή τις επιθέσεις που δέχονται η Δικαιοσύνη και οι λειτουργοί –για μια ακόμη φορά– εξαιτίας αποφάσεων που δεν αρέσουν στην αντιπολίτευση, όπως αυτή που αφορά στην υπόθεση των νόμιμων παρακολουθήσεων της ΕΥΠ και των υποκλοπών μέσω της χρήσης παράνομου λογισμικού από ιδιώτες. 

«Θεμιτή κριτική των δικαστικών αποφάσεων και εισαγγελικών κρίσεων είναι επιβεβλημένη», αναφέρει η Ενωση Εισαγγελέων, προσθέτοντας ότι «πρέπει όμως αυτή να γίνεται κατά τρόπο που δεν υπερβαίνει κάθε μέτρο ευπρεπούς εκφοράς δημόσιου λόγου, με σεβασμό στην προσωπικότητα και την ανεξαρτησία των λειτουργών της Δικαιοσύνης και χωρίς να επιδιώκεται, άμεσα ή έμμεσα, η χειραγώγησή τους».
Εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία. Η κριτική δεν μπορεί να ξεφεύγει, ειδικά αυτή που ασκείται από πολιτικά πρόσωπα, με μοναδικό γνώμονα μικροκομματικά και μικροπολιτικά παιχνίδια. Και στην υπόθεση που αφορά τις επισυνδέσεις της ΕΥΠ και τις παράνομες υποκλοπές η κριτική ξέφυγε, πέρα από κάθε λογική, φτάνοντας στο σημείο να βάλλονται ο θεσμός της Δικαιοσύνης και οι εκπρόσωποι αυτής. 

Πολιτικοί αρχηγοί, όπως ο Στέφανος Κασσελάκης και ο Νίκος Ανδρουλάκης, επιχειρούν να εμφανίσουν τους εκπροσώπους της Δικαιοσύνης –μέσα από ανακοινώσεις και επίσημες δηλώσεις– ως χειραγωγούμενους από την κυβέρνηση. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έφτασε στο σημείο να θέτει ανοιχτά θέμα εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη, να μιλά για «συγκάλυψη» σε συνεργασία με την κυβέρνηση, να θέτει θέμα «καθεστώτος» που «έχει τον τρόπο να εξαγοράζει Δικαιοσύνη, ενημέρωση, συνειδήσεις – τον τρόπο να εξαϋλώνει τη Δημοκρατία». 

Εχει πει πολλά, όπως και τα στελέχη του. Χωρίς να γνωρίζουν τι περιλαμβάνει το σκεπτικό της απόφασης, τι στοιχεία εξετάστηκαν και πώς κατέληξε η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στην αρχειοθέτηση της υπόθεσης, ο ΣΥΡΙΖΑ την έχει στοχοποιήσει, σε βαθμό που προκαλεί ερωτήματα για το τι ακριβώς επιδιώκει. Διότι αυτή την τακτική ακολούθησαν πριν το 2015 για να ανέβουν στην εξουσία και στο τέλος η χώρα διεσώθη στο «και πέντε». 

Από κοντά και ο Νίκος Ανδρουλάκης και ορισμένα στελέχη που βρίσκονται πλησίον του. Οχι όλα τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, τα οποία προβληματίζονται για τη στάση που δείχνει να υιοθετεί το κόμμα εκπροσωπούμενο από έναν απερχόμενο πρόεδρο –το αν θα επανεκλεγεί ή όχι είναι άλλο ζήτημα και αφορά τους ψηφοφόρους, όμως σε αυτή τη φάση είναι απερχόμενος–, που εμφανίζεται να δεσμεύει τη Χαριλάου Τρικούπη σε μια περίεργη τακτική. 

Τα όσα γίνονται τις τελευταίες ημέρες είναι πρωτοφανή ως προς μέγεθος της επίθεσης στη Δικαιοσύνη, δεν είναι όμως πρωτοφανή τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ. Η Δικαιοσύνη έχει βρεθεί κατ’ επανάληψη στο στόχαστρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που ως κυβέρνηση επιχείρησε να την ποδηγετήσει. Να ελέγξει αυτόν τον «αρμό της εξουσίας», όπως τουλάχιστον έχει καταγγείλει δημοσίως ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής. 

Ουδείς ξεχνά τις επιθέσεις που δέχθηκε ο προκάτοχος της σημερινής εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, ο Ισίδωρος Ντογιάκος, από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από το ΠΑΣΟΚ, διότι δεν τους άρεσαν οι αποφάσεις και οι παρεμβάσεις του, παρότι κινήθηκε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που προβλέπει η συγκεκριμένη θέση. Δεν είναι φυσικά η μόνη επίθεση. Η Δικαιοσύνη έχει βρεθεί στο επίκεντρο της κριτικής της αντιπολίτευσης συνολικά για τις περιπτώσεις φυσικά που εκδίδει αποφάσεις μη αρεστές στο πολιτικό προσωπικό και τους αρχηγούς των κομμάτων.
Αυτή τη φορά όμως η αντιπολίτευση εμφανίζεται να ζητά την κατάργηση της Δικαιοσύνης και των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών. Εμφανίζεται να επιδιώκει την πλήρη αποδόμηση ενδεχομένως στη λογική της δημιουργίας μιας νέας… Δικαιοσύνης όταν αναλάβουν την εξουσία, όπως προανήγγειλαν με επίσημη ανακοίνωση από τον ΣΥΡΙΖΑ. 

Εμφανίζεται επίσης να θεωρεί ότι μπορεί να παρεμβαίνει σε αυτήν. Αλλά και να μην αποδέχεται τη διάκριση των εξουσιών, την ώρα που μιλά για «συγκάλυψη» και «χειραγώγηση» από την πλευρά της κυβέρνησης. Ακόμη και το αίτημα να εμφανισθεί και να αναλύσει το πόρισμα και τα στοιχεία που το συνθέτουν στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής βάλλει κατά της διάκρισης των εξουσιών. 

Το ερώτημα είναι αν καταλαβαίνουν τι κάνουν. Πώς και πόσο πλήττουν με αυτή τη στάση τον θεσμό, πολύ περισσότερο όταν υποστηρίζουν πως οι πολίτες –άραγε από πού και ως πού εμφανίζονται ως εκπρόσωποι του συνόλου των πολιτών της χώρας– έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους. Κυρίως όμως τι ζημιά προκαλούν στην ίδια τη Δημοκρατία, την οποία υποτίθεται ότι εκφράζουν μέσα από την κοινοβουλευτική τους παρουσία και δραστηριότητα. 

Αν το καταλαβαίνουν, τότε αποσκοπούν στη διάρρηξη των δεσμών της διαδικασίας απονομής Δικαιοσύνης με τους πολίτες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αν απλά επιδιώκουν να δημιουργήσουν συνθήκες αντιπολίτευσης, μη διαθέτοντας άλλον τρόπο και εναλλακτικές προτάσεις, τότε δεν έχουν αίσθηση του ρόλου που έχουν κληθεί να εκτελέσουν.

* To άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»