Η αντιπολίτευση και κυρίως η αξιωματική αντιπολίτευση, εμφανίζεται να «επενδύει», για μια ακόμη φορά, στο... σερβίρισμα του ξαναζεσταμένου φαγητού που αφορά στις παρακολουθήσεις, επιχειρώντας να συνδέσει τις νόμιμες επισυνδέσεις της ΕΥΠ με τις υποκλοπές μέσω της χρήσης παράνομου λογισμικού από ιδιώτες. Επιδιώκει να ανεβάσει το θέμα, εκτιμώντας ενδεχομένως πως δύναται να πλήξει την κυβέρνηση, παρότι αυτό δεν κατέστη δυνατόν στις προσπάθειες που προηγήθηκαν τα δύο προηγούμενα χρόνια.
Επιτίθεται στη Δικαιοσύνη αμφισβητώντας την ανεξαρτησία της και τον συνταγματικά καθορισμένο διαχωρισμό της από τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με πρωτεργάτη τον Στέφανο Κασσελάκη, εμφανίζεται μάλιστα όχι απλά να αμφισβητεί το πόρισμα που εξεδόθη και οδήγησε την υπόθεση στο αρχείο, αλλά και την ίδια την έρευνα που διεξήχθη από τους αρμόδιους δικαστικούς λειτουργούς, υποστηρίζοντας πως και αυτοί χειραγωγούνται από την κυβέρνηση.
Το ίδιο κόμμα, υπό την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα, το επιχείρησε σχεδόν μονοθεματικά και την περίοδο μέχρι τις εκλογές του 2023. Στόχος και τότε η αποδόμηση της κυβέρνησης. Στο πλαίσιο αυτό, δεν δίστασε να επιδιώξει τον διεθνή διασυρμό της χώρας, βάλλοντας κατά του κράτους δικαίου με κατηγορίες που τελικά δεν επιβεβαιώθηκαν ούτε από τις σχετικές εκθέσεις της Κομισιόν. Η πιο πρόσφατη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα και γι’ αυτό άλλωστε η αξιωματική αντιπολίτευση απέφυγε να τη σχολιάσει, προτιμώντας τα όσα υποστηρίζουν ΜΚΟ που εμφανίζουν την Ελλάδα να βρίσκεται σε χειρότερη θέση ακόμη και από χώρες στις οποίες κυβερνούν δικτάτορες.
Τα ίδια τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουν υποστηρίξει ότι αυτή η μονοθεματικού τύπου αντιπολίτευση δεν οδηγεί πουθενά. Φέρνουν ως παράδειγμα τις διαδοχικές ήττες, αλλά και την περίπτωση του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος εμφανίζει εαυτόν ως μόνιμο θύμα δεδομένης της παρακολούθησής του την περίοδο που ήταν ευρωβουλευτής –και όχι αρχηγός του ΠΑΣΟΚ– από την ΕΥΠ. Μια περίοδο «φορτισμένη» θα μπορούσε να πει κανείς, λόγω των εξελίξεων που υπήρξαν στην Ευρωβουλή και τις Βρυξέλλες.
Το γιατί γίνεται αυτό είναι εμφανές. Επιχειρείται να καλυφθεί το κενό που υπάρχει σε επίπεδο προτάσεων. Μόνο που με την εμμονή που δείχνει η αντιπολίτευση επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Ειδικά σε μια χρονική περίοδο όπου η κυβέρνηση προωθεί σειρά μεταρρυθμίσεων και τομών, έχοντας ταυτόχρονα ως γνώμονα τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη –γεωπολιτικά και οικονομικά– κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ξεπερνώντας το γεγονός ότι η κυβέρνηση, μετά το πρώτο εξάμηνο από την ανάληψη της εξουσίας το 2019, κλήθηκε να διαχειριστεί κρίσεις όπως η επιχείρηση «εισβολής» στα σύνορα του Εβρου, η τεταμένη κατάσταση στα Ελληνοτουρκικά, η πανδημία, η ενεργειακή κρίση –αποτέλεσμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία–, θα πρέπει κανείς να σταθεί στα όσα και σήμερα συμβαίνουν. Η ακρίβεια βρίσκεται σε πρώτο πλάνο και δεν αρκούν τα ευχολόγια για να περιοριστεί. Η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να χαρακτηριστεί το λιγότερο εκρηκτική, στην Ουκρανία ο πόλεμος συνεχίζεται και στην Ευρώπη επικρατεί φόβος ως προς το ενδεχόμενο να επεκταθεί η κρίση στη Βρετανία, όπου οι αναταραχές με αιχμή το μεταναστευτικό λαμβάνουν τραγικές διαστάσεις.
Μέσα σε αυτό το κλίμα η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη καλείται να διαχειριστεί όλα τα ανοιχτά ζητήματα, να αντιμετωπίσει την καθημερινότητα και τα προβλήματα των πολιτών χωρίς να χαθεί ο στόχος της ανάταξης και της ανάπτυξης της οικονομίας, έχοντας απέναντι μια αντιπολίτευση που λειτουργεί με μοναδικό κριτήριο την πολιτική της επιβίωση. Αντιμετωπίζει διαρκείς επιθέσεις προκειμένου να φύγουν από το προσκήνιο εσωκομματικά προβλήματα που αναδεικνύουν την αδυναμία συγκρότησης και κατάρτισης εναλλακτικών προτάσεων.
ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, Στέφανος Κασσελάκης και Νίκος Ανδρουλάκης, εμφανίζονται να διαθέτουν ένα μαγικό ραβδί, με το οποίο θα επιλυθούν τα προβλήματα. Διαθέτουν μάλιστα και τους σχετικούς πόρους –όπως προκύπτει από όσα λένε–, προκειμένου να μοιράσουν δισεκατομμύρια στους πολίτες και να διατηρήσουν παράλληλα ενεργό και τον στόχο της ανάκαμψης. Μη πείθοντας όμως τους πολίτες, επιλέγουν τη ρητορική που αντιπολιτευτικά δεν κόβει εισιτήρια, διατηρεί όμως τους ίδιους στο προσκήνιο μέσω της αναπαραγωγής από ένα οπαδικό κοινό το οποίο αναλαμβάνει τη δημιουργία… κλίματος.
Η Μέση Ανατολή φλέγεται και στην Ελλάδα, όποιος παρακολουθεί αυτή την περίοδο τις πολιτικές εξελίξεις και τη δραστηριότητα των κομμάτων, διαβάζει και ακούει για τις παρακολουθήσεις. Αντε και για την ακρίβεια. Στη Βρετανία η κατάσταση είναι σχεδόν ανεξέλεγκτη και εδώ παρακολουθούν, όσοι παρακολουθούν, την αντιπολίτευση να επιτίθεται στη Δικαιοσύνη διότι δεν τους αρέσει το πόρισμά της. Η αντιπολίτευση ασκείται πλέον μέσω Διαδικτύου και σόσιαλ μίντια ώστε να τυγχάνει της ανάλογης αναπαραγωγής. Τα fake news κυριαρχούν, όπως και οι προσωπικές επιθέσεις.
Στην κυβερνητική όχθη, καταρτίζονται σχέδια για την επόμενη χρονιά. Κυρίως όμως καταρτίζονται σχέδια για την αντιμετώπιση των κρίσεων που είτε είναι σε εξέλιξη είτε δύναται να ξεσπάσουν με βάση τα δεδομένα που διαμορφώνονται. Διότι οι όποιες εξελίξεις θα έχουν επιπτώσεις και στη χώρα. Ειδικά στην προσπάθεια να διατηρηθούν οι ρυθμοί στην οικονομία και να αντιμετωπιστούν ζητήματα όπως μια ενδεχόμενη αύξηση των μεταναστευτικών ροών…
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»