Το μήνυμα του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι σαφές: καθημερινότητα και ακρίβεια είναι πρώτες προτεραιότητες για την κυβέρνησή του και με αυτό ως γνώμονα κινείται, παραμένοντας παράλληλα στοχοπροσηλωμένος στην προσπάθεια ανάταξης της οικονομίας και της διατήρησης της δημοσιονομικής σταθερότητας που απαιτείται. 

Εχοντας ξεκαθαρίσει ότι τα προβλήματα της καθημερινότητας δεν κάνουν διακοπές, καθώς και ότι η κυβέρνηση και ο ίδιος δεν επαναπαύονται, προχωρά σε συνεχείς παρεμβάσεις προκειμένου να καταστεί κατανοητό προς όλες τις πλευρές πως ό,τι λέει και για ό,τι δεσμεύεται και έχει δεσμευθεί υλοποιείται. 

Τελευταίο παράδειγμα η παρέμβαση στο ρεύμα. Το έκτακτο τέλος που θα επιβληθεί στους παραγωγούς ενέργειας θεσμοθετήθηκε με τροπολογία στη Βουλή προκειμένου οι πολίτες να έχουν επιδότηση στην κατανάλωση τον Αύγουστο και αν απαιτηθεί και τον επόμενο μήνα.
Το έκτακτο τέλος στα κέρδη των παραγωγών ενέργειας έρχεται να προστεθεί στην επιβολή έκτακτης φορολογίας ύψους 33% στα «πολύ υψηλά κέρδη των διυλιστηρίων», τα έσοδα από την οποία θα διατεθούν, όπως ο ίδιος έχει ανακοινώσει, μεταξύ άλλων για τη «στήριξη ευάλωτων ομάδων στο τέλος του έτους και δη εκείνων των χαμηλοσυνταξιούχων, που δεν έχουν δει αύξηση λόγω της προσωπικής διαφοράς». 

«Το είπαμε, το κάναμε» παραμένει το μότο του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος έχει αποσαφηνίσει τις προθέσεις του. Δηλαδή ότι δεν προτίθεται να αφήσει να διαρραγεί η κοινωνική συνοχή παρά τις δυσκολίες και τις συνεχείς κρίσεις. Το πέτυχε την εποχή της πανδημίας. Το πέτυχε και στη μεγάλη ενεργειακή κρίση, το θέτει κεντρικό στόχο με την ακρίβεια ώστε να είναι απτές οι μειώσεις στο ράφι. 

Ταυτόχρονα, κινείται με βάση την ανάγκη βελτίωσης των μισθών και της σύγκλισης με την Ευρώπη. Οι διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού και ο στόχος να φτάσει ο μέσος μισθός τα 1.500 ευρώ αποτελούν βασικές παραμέτρους της πολιτικής του. Οπως φυσικά και η ανεργία, τομέας στον οποίο θα μπορούσε επίσης να δηλώσει «το είπαμε, το κάναμε» αναφορικά με τη μείωσή της. 

Βέβαια, απαιτούνται και άλλες παρεμβάσεις, όμως χθες –τελευταία ημέρα του Ιουλίου– τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα είναι κάτι περισσότερο από ενθαρρυντικά και το σχολίασε ο πρωθυπουργός σε σχετική ανάρτησή του. 

«Τελευταία ημέρα του Ιουλίου σήμερα και θα ήθελα να κλείσω τον μήνα με ένα πολύ θετικό νέο» ανέφερε, προσθέτοντας ότι «σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ η ανεργία στην πατρίδα μας τον Ιούνιο έπεσε στο 9,6%, από 10,3% τον Μάιο. Πρόκειται για το χαμηλότερο επίπεδο από τον αντίστοιχο μήνα του 2009!» 

Και κατέληξε υπογραμμίζοντας ότι «σε σχέση μάλιστα με τον Ιούνιο του 2019 η πτώση της ανεργίας ανέρχεται στις 8 ποσοστιαίες μονάδες, 9,6% από 17,5%. Και παράλληλα έχουμε αύξηση των απασχολούμενων κατά 400.000» για να καταλήξει, δείχνοντας ότι οι παρεμβάσεις συνεχίζονται: «Φυσικά δεν επαναπαυόμαστε. Γνωρίζουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες. Γνωρίζουμε ότι έχουμε ακόμα πολλή δουλειά μπροστά μας. Στόχος μας είναι η σύγκλιση με την Ευρώπη σε όλα τα επίπεδα: στους μισθούς, στην ανεργία, στην ποιότητα ζωής. Και αυτόν τον στόχο θα συνεχίσουμε να υπηρετούμε».

Αυτή είναι η διαφορά. Ο πρωθυπουργός κινείται με γνώμονα το έργο που έχει να επιτελέσει και την προώθηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, την ώρα που η αντιπολίτευση, σύσσωμη, βάλλει κατά των θεσμών. Η επίθεση στη Δικαιοσύνη εξαιτίας της απόφαση του Αρείου Πάγου για τις νόμιμες επισυνδέσεις και τις υποκλοπές είναι επίθεση κατά του θεσμού με τον τρόπο που γίνεται. 

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως ουδείς έχει γνώση των εκατοντάδων σελίδων που περιλαμβάνει το σκεπτικό της απόφασης, δηλαδή των στοιχείων που εξετάστηκαν, αλλά παρά το γεγονός αυτό εξαπολύονται επιθέσεις προς τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς της χώρας και εγείρεται, επισήμως, ζήτημα εμπιστοσύνης προς τη Δικαιοσύνη. 

Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά. Η ουσία όμως είναι ότι από τη μια πλευρά υπάρχει μια κυβέρνηση και ένας πρωθυπουργός που κινούνται με γνώμονα την πορεία της χώρας και την αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινότητας μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον και από την άλλη μια αντιπολίτευση που αναζητεί ρόλο και λόγο ύπαρξης μέσα από μια τακτική στην οποία οι πολίτες έχουν γυρίσει την πλάτη. 

Διότι, κακά τα ψέματα, πρόκειται για την ίδια τακτική, για την ίδια πολιτική που τα τελευταία χρόνια είναι κυρίαρχο συστατικό της αντιπολίτευσης συνολικά. Το γεγονός ότι στηρίζεται σε θεωρίες συνωμοσίας και σε καταγγελίες που δεν ανταποκρίνονται σε πραγματικά δεδομένα προκαλεί και την αντίδραση των ψηφοφόρων που σε διαδοχικές εκλογικές διαδικασίες έχουν στείλει τα μηνύματά τους. Μηνύματα τα οποία, δυστυχώς, δείχνουν να μην έχουν φτάσει στους αποδέκτες. 

Οι πολίτες εξακολουθούν να στηρίζουν αυτούς που ασχολούνται με τα προβλήματα και την καθημερινότητα. Που μπορεί να κάνουν λάθη, αλλά τα αναγνωρίζουν και επανέρχονται προκειμένου να τα διορθώσουν. Που διαθέτουν ένα πρόγραμμα, ένα σχέδιο και έναν οδικό χάρτη που οδηγεί στην υλοποίησή του. Και σε αυτό το πεδίο θα κριθούν όλα και όλοι…

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»