Η πολυαναμενόμενη συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών για τους δασμούς στα αυτοκίνητα τερματίζει προσωρινά μια παρατεταμένη εμπορική διαμάχη, αλλά όχι χωρίς κόστος. Η νέα συμφωνία προβλέπει ενιαίο δασμό 15% για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές αυτοκινήτων προς τις ΗΠΑ — επίπεδο σαφώς χαμηλότερο από το 27,5% που ίσχυε τα τελευταία χρόνια, αλλά εξακολουθητικά υψηλό σε σχέση με τον παραδοσιακό δασμό 2,5% που ίσχυε για δεκαετίες. Πρόκειται για μια εκεχειρία με σαφή οικονομικό αποτύπωμα, που επαναπροσδιορίζει τις ισορροπίες στο διατλαντικό εμπόριο και μεταθέτει βάρη στην ευρωπαϊκή πλευρά.

Για τον πυρήνα της ευρωπαϊκής μεταποίησης, την αυτοκινητοβιομηχανία, η συμφωνία αποτελεί δίκοπο μαχαίρι. Από τη μία πλευρά, αποτρέπει μια δασμολογική κλιμάκωση που θα έπληττε καίρια τη γερμανική και σουηδική εξαγωγική δραστηριότητα. Από την άλλη, επιβάλλει ένα νέο «πάτωμα κόστους» για τις εξαγωγές, την ώρα που οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες της Ευρώπης βρίσκονται σε φάση ενεργειακής και τεχνολογικής μετάβασης, με ήδη βεβαρημένα επενδυτικά πλάνα. Οικονομολόγοι προειδοποιούν πως ο συνδυασμός αυξημένων δασμών, υψηλού πληθωρισμού και ισχυρού δολαρίου ενδέχεται να περιορίσει τη ρευστότητα των ομίλων και να επιβραδύνει την είσοδό τους σε αγορές υψηλής κερδοφορίας όπως οι ΗΠΑ.

Την ίδια στιγμή, οι αντιδράσεις από τον κλάδο δείχνουν ότι η συμφωνία, αν και αποδεκτή ως «ανάσα», δεν παρέχει ακόμα τη σταθερότητα που απαιτείται. Κατασκευαστές όπως η Mercedes-Benz και η Volkswagen καλωσορίζουν τη μείωση των δασμών, αλλά εκφράζουν ανησυχίες για τη διάρκεια και την εφαρμογή της συμφωνίας, ζητώντας περαιτέρω βήματα εναρμόνισης και διαλόγου. Η Volvo χαιρετίζει τη σαφήνεια που προσφέρει η νέα δασμολογική πολιτική, ενώ αναπροσαρμόζει τη στρατηγική παραγωγής της, επεκτείνοντας τις μονάδες της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως πίσω από τα θετικά σχόλια, παραμένει η κοινή παραδοχή: με δασμό 15%, το κόστος παραμονής στην αγορά των ΗΠΑ αυξάνεται σημαντικά και ενδέχεται να οδηγήσει σε μεταφορά παραγωγής ή αύξηση τιμών.

Οικονομική ανάσα ή νέο φορτίο για την ΕΕ;

Παρά τη θετική αποδοχή από μεγάλους κατασκευαστές όπως οι Mercedes-Benz, Volkswagen και Volvo, η νέα δασμολογική συμφωνία έχει διττές οικονομικές επιπτώσεις. Από τη μία πλευρά, εξαλείφει την αβεβαιότητα που είχε προκαλέσει σοβαρή αναστάτωση στα επενδυτικά πλάνα και την αλυσίδα εφοδιασμού των ευρωπαϊκών ομίλων. Από την άλλη, οι όροι της νέας συμφωνίας — με τον σταθεροποιημένο δασμό στο 15% — καθιστούν την ευρωπαϊκή παραγωγή ακριβότερη, μειώνοντας το περιθώριο κέρδους σε μια αγορά υψηλής στρατηγικής σημασίας όπως οι ΗΠΑ.

Σύμφωνα με αναλυτές της Bloomberg Intelligence, η συμφωνία αναμένεται να προσφέρει βραχυπρόθεσμη ώθηση εσόδων έως και 4,7 δισ. δολάρια για τις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες, κυρίως μέσω εξαιρέσεων για 185.000 οχήματα που εξάγονται ετησίως από τις μονάδες των BMW και Mercedes στις ΗΠΑ. Ωστόσο, οργανισμοί όπως η γερμανική VDA επισημαίνουν ότι το συνολικό κόστος από τη διατήρηση του δασμού στο 15% θα ξεπεράσει τα δισεκατομμύρια ετησίως για τις γερμανικές εταιρείες, ιδιαίτερα την ώρα που επενδύουν δυναμικά στον εξηλεκτρισμό και την τεχνολογική καινοτομία.

Αναπροσαρμογές στη στρατηγική παραγωγής

Η στρατηγική απάντηση των ευρωπαϊκών εταιρειών φαίνεται να συγκλίνει σε ένα κοινό μοτίβο: παραγωγή όσο το δυνατόν πιο κοντά στην αγορά. Η Volvo ανακοίνωσε επέκταση της παραγωγής του XC60 στο εργοστάσιό της στη Νότια Καρολίνα, ενώ η Audi εξετάζει τη μεταφορά μέρους της παραγωγής στις ΗΠΑ, ενδεχομένως μέσω των υποδομών του ομίλου Volkswagen. Η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας σε περιβάλλον υψηλότερων δασμών απαιτεί προσαρμογή όχι μόνο σε επιχειρησιακό επίπεδο, αλλά και στις ευρύτερες βιομηχανικές ισορροπίες.

Οι μικρότεροι κατασκευαστές ή όσοι δεν διαθέτουν εργοστάσια στις ΗΠΑ, βρίσκονται σε δυσχερέστερη θέση. Αναλυτές όπως ο Fabio Hoelscher της Warburg Research προειδοποιούν πως εάν η νέα δασμολογική πολιτική παραμείνει μακροπρόθεσμα, εταιρείες όπως η Audi θα βρεθούν σε σαφές μειονέκτημα έναντι ανταγωνιστών με ισχυρότερη παρουσία στην αμερικανική παραγωγή. Το κόστος αυτό ενδέχεται να μετακυλιστεί τελικά στον καταναλωτή — είτε στην Ευρώπη είτε στις ΗΠΑ.

Πολιτική σταθερότητα με όρους Ουάσινγκτον

Αν και η συμφωνία χαρακτηρίστηκε ως διπλωματική επιτυχία και ένδειξη σταθεροποίησης των διατλαντικών σχέσεων, η ανισορροπία στους όρους είναι εμφανής. Η Ουάσινγκτον εξασφάλισε πρόσθετες δεσμεύσεις από την πλευρά της ΕΕ για εισαγωγές ενέργειας και αμυντικού εξοπλισμού, ενώ η ΕΕ κατάφερε να αποτρέψει την επιβολή δασμών 25% και άνω που απειλούσαν άμεσα τον ευρωπαϊκό κλάδο. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, απέχει πολύ από μια πλήρως αμοιβαία εμπορική σχέση.

Πολλοί πολιτικοί παράγοντες στην Ευρώπη, όπως ο Γερμανός καγκελάριος Friedrich Merz, παραδέχονται πως η συμφωνία είναι "αναγκαίος συμβιβασμός" για την αποφυγή κλιμάκωσης, όχι όμως και μια ιδανική λύση. Παράλληλα, επιχειρηματικές ενώσεις προειδοποιούν ότι η νέα κατάσταση πραγμάτων ενδέχεται να πλήξει την ευρωπαϊκή παραγωγή και να επηρεάσει τις επενδυτικές αποφάσεις. Με τις ΗΠΑ να παραμένουν κρίσιμη αγορά για την κερδοφορία του κλάδου, η Ευρώπη καλείται τώρα να διαχειριστεί μια δύσκολη εξίσωση: εμπορική ειρήνη με σημαντικό οικονομικό τίμημα.