Οι νέες προτάσεις για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής αποκαλύπτουν λιγότερα για τις πράξεις των εμπλεκόμενων υπουργών και περισσότερα για τις προθέσεις των κομμάτων που τις προωθούν. ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά και ΠΑΣΟΚ επιστρατεύουν τις γνωστές δικονομικές κορόνες, αυτή τη φορά όχι για «εσχάτη προδοσία», αλλά για την περιβόητη «τεχνική λύση» στους βοσκότοπους – την ίδια που οι ίδιοι εφάρμοσαν όταν κυβερνούσαν. Με μοναδικό συνεκτικό ιστό το μένος τους για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, οι τρεις πολιτικοί χώροι φαίνεται να επιστρέφουν σε έναν παλιό και δοκιμασμένο κανόνα: αν δεν μπορείς να χτυπήσεις την κυβέρνηση πολιτικά, στήσε μια Προανακριτική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά κατέθεσαν πρόταση Προανακριτικής για τους Μάκη Βορίδη και Λευτέρη Αυγενάκη, αποδίδοντάς τους ευθύνες για «συνέργεια σε απιστία» αναφορικά με την κατανομή ενισχύσεων σε κτηνοτρόφους. Την ίδια ώρα,το ΠΑΣΟΚ επέλεξε να καταθέσει δική του πρόταση, με αποτέλεσμα η αντιπολίτευση να εμφανίζεται πιο διχασμένη από ποτέ, ενώ επιχειρεί να εμφανιστεί ενωμένη απέναντι στην κυβέρνηση. Ενδεικτική η σκληρή δήλωση του Σωκράτη Φάμελλου, που εξαπέλυσε βολές κατά του ΠΑΣΟΚ επειδή δεν προσχώρησε στο κοινό μέτωπο του ΣΥΡΙΖΑ.
Πίσω όμως από τα διαδικαστικά πυροτεχνήματα, οι κατηγορίες δείχνουν να πάσχουν από έλλειψη στοιχείων και αφθονία πολιτικής σκοπιμότητας. Ο Μάκης Βορίδης απάντησε με νομικά επιχειρήματα και πολιτική ψυχραιμία, θέτοντας εύλογα ερωτήματα:
Α) Δύο από τις πράξεις που του αποδίδονται φέρεται να έχουν τελεστεί το 2021, όταν δεν ήταν πλέον υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης. «Πώς είναι δυνατόν να θεωρούμαι συνεργός για πράξεις που έγιναν ενώ δεν κατείχα καν την υπουργική ιδιότητα;» αναρωτιέται, κάνοντας λόγο για «αβάσιμη και πρόχειρη στόχευση».
Β) Το κατηγορητήριο βασίζεται, επίσης, στη συναίνεσή του προς πρόταση της διοίκησης του ΟΠΕΚΕΠΕ –που είχε διοριστεί από τον ΣΥΡΙΖΑ– βάσει Υπουργικής Απόφασης του... ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαλεί τον Βορίδη επειδή εφάρμοσε τη δική του πολιτική απόφαση. Αν αυτή είναι η νέα λογική του ποινικού δικαίου, τότε έχουμε εισέλθει σε επικίνδυνα νερά πολιτικής παραλογίας.
Γ) Ως τρίτο στοιχείο κατηγορίας προβάλλεται το ότι ο Βορίδης ζήτησε την παραίτηση του τότε προέδρου του ΟΠΕΚΕΠΕ, Γρηγόρη Βάρρα. «Αν πλέον θεωρείται κακούργημα να ζητάς την παραίτηση ενός υφισταμένου σου, τότε η κατηγορία αυτή χρειάζεται αρκετή μυθιστορηματική φαντασία για να εξηγηθεί», σημειώνει δηκτικά.
Η ειρωνεία, ωστόσο, δεν σταματά εδώ. Ο ίδιος ο Βορίδης υπενθυμίζει ότι οι πρώην υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ, Βαγγέλης Αποστόλου και Σταύρος Αραχωβίτης, ήταν εκείνοι που το 2016 και το 2017 υπέγραψαν και επέκτειναν την «τεχνική λύση» – την ίδια που σήμερα επιχειρούν να ποινικοποιήσουν. «Η Εξεταστική Επιτροπή θα μας δώσει την ευκαιρία να ακούσουμε τις απόψεις τους – και ειδικά για ποιον λόγο προχώρησαν στην κατανομή ενισχύσεων σε κτηνοτρόφους χωρίς ζωικό κεφάλαιο», λέει σε συνομιλητές του. «Αν ήταν εγκληματική ενέργεια η απόφασή τους, γιατί η Βουλή δεν τους εγκάλεσε τότε;».
Από την πλευρά του, και ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Λευτέρης Αυγενάκης κάνει λόγο για μικροπολιτική εργαλειοποίηση, τονίζοντας ότι δεν έχει τελέσει καμία πράξη που να στοιχειοθετεί ποινική ευθύνη. «Από την απλή και μόνο καλόπιστη ανάγνωσή τους, αμέσως διαπιστώνει κανείς την αοριστία, την εύκολη γενίκευση και την απουσία στοιχείων που να παρουσιάζουν ενδείξεις για διάπραξη ποινικού αδικήματος. Θεωρώ ότι η ανάγκη μικροκομματικής εκμετάλλευσης του θέματος ΟΠΕΚΕΠΕ τούς εμποδίζει να αναγνωρίσουν ότι ουδέν μεμπτό έχω διαπράξει κατά την άσκηση των καθηκόντων μου», δηλώνει, αποδίδοντας τη στόχευση σε προεκλογικές σκοπιμότητες ενόψει ευρύτερων εσωκομματικών και διακομματικών ανακατατάξεων.
Για τη Νέα Δημοκρατία, η υπόθεση επιβεβαιώνει αυτό που επαναλαμβάνει από την πρώτη στιγμή: πρόκειται για ένα κατηγορητήριο χωρίς ουσία, με πολιτικό φόντο και νομικά κενά. Οπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο Μάκης Βορίδης, «οι αιτιάσεις της αντιπολίτευσης δικαιώνουν πλήρως τη θέση μας περί παντελούς ανυπαρξίας ποινικών ευθυνών».
Σε κάθε περίπτωση, μπορεί μεν να λείπουν τα περί «εσχάτης προδοσίας», αλλά η αντιμητσοτακική ρητορική και η τοξικότητα παραμένουν. Η αντιπολίτευση αναζητά από κάπου να πιαστεί έτσι ώστε να δημιουργήσει κλίμα... σκανδάλων.