Η τελευταία μέτρηση της MRB αποτυπώνει με εντυπωσιακή ακρίβεια ένα πολιτικό αδιέξοδο: στο ερώτημα «Ποιος μπορεί να ενώσει τον χώρο της Κεντροαριστεράς», ο Αλέξης Τσίπρας προηγείται με 32,5%, ακολουθούμενος από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου με 30,9%.
Μπορεί τα πρόσωπα να αλλάζουν ρόλους, αλλά το μοτίβο παραμένει ίδιο: όταν ο προοδευτικός χώρος αδυνατεί να αρθρώσει στρατηγικό λόγο και νέο πολιτικό αφήγημα, επιστρέφει –είτε από αυταπάτη είτε από απόγνωση– στους ίδιους παλιούς γνωστούς. Το εύρημα, μάλιστα, είναι ταυτόχρονα εντυπωσιακό και ανησυχητικό – λιγότερο για τα ποσοστά των δύο και περισσότερο για το τι αυτά υποδηλώνουν για την κατεύθυνση του χώρου.
Ο Τσίπρας, παρά την αποχώρησή του, εξακολουθεί να εμφανίζεται ως πιθανός φορέας ενωτικής δυναμικής. Όμως η πολιτική επιστροφή του δεν προκύπτει από κάποιο στρατηγικό πλεονέκτημα ή θετική προσδοκία. Αντίθετα, οφείλεται στο κενό ηγεσίας που επικρατεί και στην έλλειψη αξιόπιστων νέων προσώπων στον χώρο.
Ο πρώην πρωθυπουργός δεν έχει απαντήσει πειστικά σε κανένα από τα πολιτικά και ηθικά ερωτήματα που άφησε πίσω του: το 2015, η πολιτική του διαχείριση κατέληξε στο πρώτο μνημόνιο, κοστίζοντας αρκετά δισ. ευρώ στον ελληνικό λαό, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ υπό την ηγεσία του κατέρρευσε ηθικά, οργανωτικά και εκλογικά.
Από την άλλη, η Κωνσταντοπούλου εκφράζει ένα εντελώς διαφορετικό –αλλά εξίσου προβληματικό– μοντέλο. Εμφανίζεται ως άτεγκτη, καταγγελτική, θεσμικά αντιδραστική και πολιτικά εριστική. Αντλεί δυναμική από την αποστροφή ενός τμήματος του εκλογικού σώματος προς το παλιό κομματικό σύστημα, όχι από κάποια ουσιαστική θεσμική πρόταση. Το πρότυπο, μάλιστα, που υιοθετεί δεν είναι καινούργιο· είναι το ίδιο που ακολούθησε ο Τσίπρας την περίοδο 2012-2015.
Μια ρητορική πόλωσης, θεσμικής σύγκρουσης, μετωπικής αντιπαράθεσης με τα «παλιά κόμματα» και συνθημάτων χωρίς επιχειρησιακό βάθος. Δεν είναι τυχαίο που ορισμένοι χαρακτηρίζουν την πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας «τον Τσίπρα του 2025». Και έχουν δίκιο: όπως τότε ο ΣΥΡΙΖΑ πάτησε πάνω σε μια εποχή συστημικής κρίσης, με σφόδρα καταγγελτικό λόγο, έτσι και τώρα η Πλεύση Ελευθερίας ακολουθεί ακριβώς την ίδια μέθοδο.
Το παράδοξο όμως είναι αλλού: ενώ η Ζωή υιοθετεί –συνειδητά ή μη– το μοντέλο ανόδου του Τσίπρα, ταυτόχρονα επιχειρεί να τον αποδομήσει με κάθε ευκαιρία. Στις δημόσιες παρεμβάσεις της, ο πρώην πρωθυπουργός αποτελεί σταθερό και σχεδόν εμμονικό στόχο. Μιλά για συμβιβασμένο, ψευδεπίγραφο αριστερό, για εκφυλισμό της Αριστεράς, για εξαπάτηση. Ο ίδιος, από την πλευρά του, επιλέγει τη σιωπή: όπως μεταφέρεται από το περιβάλλον του, «δεν υπάρχει περίπτωση να την κάνει συνομιλήτριά του».
Η αποστροφή είναι αμοιβαία, αλλά πίσω της κρύβεται μια βαθιά πολιτική συμμετρία. Όπως κάποτε ο Τσίπρας αμφισβήτησε ευθέως τον Αλέκο Αλαβάνο, που του έδωσε τα κλειδιά του κόμματος, έτσι τώρα η Κωνσταντοπούλου προσπαθεί να αποδομήσει τον πολιτικό της «μέντορα» – και ίσως, κατά ειρωνική συγκυρία, να τον υποκαταστήσει.
Αυτό το αδιέξοδο –κατά πολλούς– αναδεικνύει ένα ευρύτερο πρόβλημα: ο χώρος της Κεντροαριστεράς παραμένει χωρίς στρατηγικό σχέδιο και χωρίς ηγετική πυξίδα. Ούτε ο Τσίπρας –ως πρόσωπο του παρελθόντος– ούτε η Κωνσταντοπούλου –ως αντανάκλαση ενός παλιού μοντέλου αγανάκτησης– μπορούν να εκπροσωπήσουν αξιόπιστα μια νέα πραγματικότητα. Ο πρώτος έχει χάσει το ηθικό και προγραμματικό πλεονέκτημά του, παραδέχονται στελέχη του χώρου και θυμίζουν με νόημα ότι η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας δεν έχει διατυπώσει καν πρόγραμμα: πορεύεται σχεδόν αποκλειστικά με όχημα τα Τέμπη, τη σκανδαλολογία και τις φωνές.
Η Κεντροαριστερά, όπως συμφωνούν στελέχη που κινούνται στον χώρο, για να επανέλθει ως πολιτικό μέτωπο, χρειάζεται κάτι περισσότερο από τις σκιές του παρελθόντος της. Ούτε ο «καθαγιασμένος ηττημένος» Τσίπρας ούτε η «άφθαρτη καταγγέλλουσα» Κωνσταντοπούλου μπορούν να διατυπώσουν πειστική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.
Αντιθέτως, ανακυκλώνουν μια κουλτούρα προσωπικής αντιπαράθεσης και προσωποκεντρικής πολιτικής, που λειτουργεί διαλυτικά αντί ενωτικά (ενδεικτικός είναι ο φόβος Φάμελλου για πιθανή επιστροφή του πρώην πρωθυπουργού). Συνεπώς, όπως υποστηρίζουν έμπειρα πολιτικά στελέχη, μέχρι να βρεθεί νέα ηγεσία με σαφές σχέδιο και προγραμματικό λόγο, ο χώρος θα ταλανίζεται ανάμεσα σε πρόσωπα που ανήκουν στο χθες και σενάρια που δεν πείθουν ούτε καν τους ίδιους τους εμπνευστές τους.