Σαν σήμερα, 26 Σεπτεμβρίου 1989, η Ελλάδα βυθίζεται στη θλίψη. Ο Παύλος Μπακογιάννης, ένας πολιτικός που είχε συνδέσει το όνομά του με τη συμφιλίωση και τον διάλογο, πέφτει νεκρός στο κέντρο της Αθήνας από τα πυρά της «17 Νοέμβρη». Ήταν μια στιγμή που συγκλόνισε όχι μόνο την πολιτική ζωή, αλλά και την ίδια την ψυχή του τόπου.

Ο Μπακογιάννης δεν ήταν τυχαία μορφή. Γεννημένος στην Ευρυτανία το 1935, έζησε από κοντά τα τραύματα του Εμφυλίου. Σπούδασε Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες στην Ελλάδα και συνέχισε τη σταδιοδρομία του στη Γερμανία, όπου έγινε διδάκτορας Κοινωνικών Επιστημών. Παράλληλα, εργάστηκε ως δημοσιογράφος, με αναλύσεις που φανέρωναν την αγωνία του για τον τόπο του. Όταν γύρισε στην Ελλάδα μετά τη Χούντα, δεν μπήκε στην πολιτική για το προσωπικό του όφελος, μπήκε για να προσφέρει. Γι’ αυτό και ξεχώρισε: μιλούσε με μετριοπάθεια σε μια εποχή φανατισμού.

Το 1989, η πολιτική σκηνή έβραζε. Το σκάνδαλο Κοσκωτά είχε τινάξει στον αέρα τις ισορροπίες, ενώ η Βουλή ετοιμαζόταν να αποφασίσει αν θα παραπέμψει τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η παρουσία του Μπακογιάννη θεωρούνταν πολύτιμη. Ήταν από εκείνους που πίστευαν ότι μόνο με συνεννόηση μπορούσε η χώρα να βρει διέξοδο από την κρίση.

Το πρωί της 26ης Σεπτεμβρίου, ο Μπακογιάννης φτάνει στο γραφείο του στο Κολωνάκι. Ήταν λίγο πριν τις οκτώ. Χωρίς φρουρά, χωρίς επιτήδευση, όπως συνήθιζε. Τότε, τρεις ένοπλοι της «17 Νοέμβρη» τον πλησιάζουν και τον πυροβολούν σχεδόν εξ επαφής. Το όπλο, το διαβόητο Colt 45 της οργάνωσης, έκοψε το νήμα της ζωής του μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Μεταφέρθηκε στον «Ευαγγελισμό», όμως οι γιατροί δεν κατάφεραν να τον κρατήσουν στη ζωή.

Η οργάνωση ανέλαβε την ευθύνη με μια προκήρυξη που τιτλοφορούνταν «Άρχισε η κάθαρση». Στο κείμενο χαρακτήριζε τον Μπακογιάννη «απατεώνα» και «εκπρόσωπο της διαφθοράς», δικαιολογώντας έτσι το έγκλημα. Όμως για την κοινωνία, ο θάνατός του δεν έμοιαζε με «κάθαρση». Έμοιαζε με χτύπημα στην ίδια τη δημοκρατία.

Η αντίδραση υπήρξε άμεση. Στη Βουλή, ο τότε αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, μίλησε με συγκλονιστικά λόγια: «Το αίμα του να είναι το τελευταίο που χύνεται άδικα σ’ αυτόν τον τόπο». Κι όμως, η Ελλάδα είχε ήδη καταλάβει πως έμπαινε σε μια σκοτεινή περίοδο όπου η τρομοκρατία θα σημάδευε ξανά και ξανά τις ζωές των πολιτών.

Χρειάστηκαν χρόνια μέχρι να λογοδοτήσουν οι δράστες. Το 2003, στη δίκη της «17 Νοέμβρη», ο Δημήτρης Κουφοντίνας, ο Ηρακλής Κωστάρης, ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος και άλλα μέλη καταδικάστηκαν σε ισόβια ή πολυετείς ποινές. Ήταν μια δικαίωση για τη μνήμη του, αν και τίποτα δεν μπορούσε να φέρει πίσω τον άνθρωπο που είχε πιστέψει όσο λίγοι στη συμφιλίωση.

Η παρακαταθήκη του Μπακογιάννη παραμένει ζωντανή. Ήταν ένας πολιτικός που μίλησε για τη δημοκρατία χωρίς μεγάλα λόγια, αλλά με ήθος. Πίστεψε πως τα τραύματα του Εμφυλίου μπορούν να επουλωθούν και πως οι ιδεολογίες δεν πρέπει να γίνονται αφορμή για μίσος. Η δολοφονία του έδειξε πόσο εύθραυστη μπορεί να είναι η δημοκρατία όταν τη χτυπούν οι ακραίοι.

Σαν σήμερα, λοιπόν, δεν θυμόμαστε μόνο τον θάνατο ενός πολιτικού. Θυμόμαστε έναν άνθρωπο που πίστεψε στην Ελλάδα της λογικής και της ενότητας. Κι ίσως αυτή να είναι η πιο δύσκολη αλλά και η πιο πολύτιμη κληρονομιά του: να συνεχίσουμε να μιλάμε, να διαφωνούμε, αλλά πάντα να ζούμε σε μια κοινωνία όπου οι σφαίρες δεν έχουν θέση.