Σαν σήμερα, 4 Νοεμβρίου 1883, γεννήθηκε στην Καρδίτσα ένας από τους πιο ιδιαίτερους Έλληνες του 20ού αιώνα, ο Νικόλαος Πλαστήρας. Στρατηγός, πολιτικός, πρωθυπουργός, αλλά κυρίως ένας άνθρωπος που κουβαλούσε πάνω του κάτι από την παλιά Ελλάδα της τιμής και της αυτοθυσίας.
Ο λαός τον βάφτισε «Μαύρο Καβαλάρη», όχι γιατί αγαπούσε τα άλογα, αλλά γιατί, μαυροντυμένος πάνω στο άλογό του, όρμαγε στα χαρακώματα με μια ψυχραιμία που έκανε τους άνδρες του να τον ακολουθούν σαν σε θαύμα.
Στη Μικρασιατική Εκστρατεία ο Πλαστήρας έγινε θρύλος. Δεν ήταν στρατηγός των χαρτών και των επιτελείων, αλλά των λασπωμένων χαρακωμάτων και των ματωμένων υψωμάτων. Οι Τούρκοι τον φοβούνταν, οι δικοί του τον λάτρευαν. Κι όταν όλα κατέρρευσαν το 1922, ήταν από τους πρώτους που ύψωσαν το ανάστημα τους. Ηγήθηκε της Επανάστασης του 1922, απαιτώντας κάθαρση και ευθύνη για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δεν κυνηγούσε εξουσία, αλλά δικαιοσύνη.
Αργότερα, στην πολιτική σκηνή, ο Πλαστήρας στάθηκε αλλιώς απ’ ό,τι οι περισσότεροι στρατιωτικοί της εποχής. Προώθησε τη συμφιλίωση ανάμεσα στους διχασμένους Έλληνες σε μια χώρα που ακόμη αιμορραγούσε από τα πάθη του Εμφυλίου.
Κάτοικος του Μετς κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο, παρέμεινε λιτός και ευθύς. Ενώ, προς το τέλος της ζωής του, καταβεβλημένος από την φυματίωση και τα εγκεφαλικά επεισόδια πέθανε πάμπτωχος σε ένα στρατιωτικό ράντζο.
Ο γιατρός που κλήθηκε και υπέγραψε το πιστοποιητικό του θανάτου του, μέτρησε 27 σπαθιές και 9 σημάδια από βλήματα στο νεκρό του κορμί. Κληροδότησε 216 δραχμές, ένα χαρτονόμισμα δέκα δολαρίων και την προφορική διαθήκη, «Όλα για την Ελλάδα», στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του.
Ο «Μαύρος Καβαλάρης» δεν έμεινε στην ιστορία μόνο ως πολεμιστής, αλλά ως σύμβολο ενός πατριωτισμού χωρίς φανφάρες, εκείνου που δεν χρειάζεται μεγάλα λόγια, γιατί έχει ήδη δώσει τα πάντα.