Σαν σήμερα, 7 Νοεμβρίου του 1978, η Ελλάδα παγώνει μπροστά σε μια από τις πιο ανατριχιαστικές αποκαλύψεις της μεταπολεμικής της ιστορίας. Σ’ ένα μικρό χωριό της Φθιώτιδας, το Κωσταλέξι, οι αρχές ανακαλύπτουν μια γυναίκα κλειδωμένη για σχεδόν τρεις δεκαετίες σε ένα υπόγειο. Ήταν η 47χρονη τότε Ελένη Καρυώτη, μια γυναίκα που η ζωή της σταμάτησε στα δεκαοχτώ.
Η υπόθεση ήρθε στο φως έπειτα από ανώνυμη καταγγελία στη Χωροφυλακή, ότι μια κοπέλα κρατείται φυλακισμένη στο σπίτι της οικογένειάς της. Όταν οι αστυνομικοί μπήκαν με εισαγγελέα, αντίκρισαν ένα θέαμα που ξεπερνούσε κάθε όριο φρίκης. Η Ελένη, γυμνή, εξαντλημένη και σε κατάσταση παραληρήματος, δεν μπορούσε να επικοινωνήσει. Νόμιζε ότι ήταν ακόμη 18 χρονών, ενώ στην πραγματικότητα είχε περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια μέσα στο σκοτάδι, αλλά ο χρόνος για εκείνη, είχε σταματήσει.
Η αποκάλυψη προκάλεσε σοκ στο πανελλήνιο. Πώς γίνεται μια γυναίκα να μείνει τόσα χρόνια αιχμάλωτη χωρίς κανείς να καταλάβει; Οι μαρτυρίες στο χωριό ήταν αντιφατικές. Κάποιοι έλεγαν ότι η Ελένη είχε ερωτευθεί έναν άνδρα που ανήκε στο αντίπαλο πολιτικό στρατόπεδο κατά τον Εμφύλιο, και η συντηρητική οικογένειά της την τιμώρησε «για να σωθεί η τιμή». Άλλοι υποστήριζαν ότι η κοπέλα είχε ψυχικές διαταραχές και ότι οι δικοί της την έκρυψαν για να αποφύγουν τη ντροπή και τη φτώχεια.
Όποια κι αν ήταν η αλήθεια, το Κωσταλέξι έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη σύμβολο της ελληνικής επαρχίας που σιωπούσε, της κοινωνίας που έκλεινε τα μάτια. Οι εφημερίδες της εποχής μιλούσαν για «την Ελένη του Κωσταλεξίου», με ρεπορτάζ που συνδύαζαν την φρίκη με την ηθικολογία. Οι ψυχίατροι που την εξέτασαν μίλησαν για γυναίκα «σε πλήρη αποδιοργάνωση», που όμως στα μάτια της έκρυβε κάτι πιο βαθύ: τη σιωπηλή κραυγή μιας ολόκληρης γενιάς που μεγάλωσε μέσα στον φόβο και την κοινωνική καταπίεση.
Η Ελένη μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Λαμίας, κι έπειτα σε ψυχιατρική κλινική. Η δίκη της οικογένειας έγινε, αλλά κανείς δεν κατέθεσε εναντίον τους, οι συγχωριανοί που επί χρόνια γνώριζαν, αποφάσισαν να σιωπήσουν. Έτσι, η υπόθεση κατέληξε χωρίς καταδίκη, κι εκείνη χάθηκε ξανά μέσα στην ανωνυμία. Για χρόνια κυκλοφορούσαν φήμες πως πέθανε, άλλοι έλεγαν πως ζούσε ακόμη σε ίδρυμα, χωρίς ποτέ να γίνει γνωστό τι απέγινε πραγματικά.
Το Κωσταλέξι, από άγνωστο χωριό, έγινε παγκόσμιο σύμβολο της σιωπηρής βίας. Η υπόθεση χρησιμοποιήθηκε στη λογοτεχνία, στον κινηματογράφο και στη δημόσια συζήτηση ως τραγικό παράδειγμα του πώς η κοινωνική ντροπή μπορεί να μετατραπεί σε μαρτύριο. Στην πραγματικότητα, η ιστορία της Ελένης δεν είναι μόνο οικογενειακή τραγωδία, αλλά η πραγματικότητα μιας εποχής όπου η ψυχική ασθένεια, η φτώχεια και η γυναικεία καταπίεση θάβονταν κάτω από το χαλί.
Σαν σήμερα, λοιπόν, δεν θυμόμαστε απλώς ένα έγκλημα, θυμόμαστε τη σιωπή γύρω του. Θυμόμαστε μια κοινωνία που ήξερε και δεν μιλούσε, μια γυναίκα που έζησε στο σκοτάδι επειδή κανείς δεν άντεξε να αντικρίσει το φως. Η Ελένη από το Κωσταλέξι είναι η πιο σπαρακτική υπενθύμιση ότι πίσω από κάθε κλειστή πόρτα μπορεί να υπάρχει μια ψυχή που περιμένει να τη δουν, και ότι ο αληθινός πολιτισμός μετριέται από το αν θα ανοίξουμε αυτή την πόρτα εγκαίρως.