Σαν σήμερα, 6 Νοεμβρίου 1901, η Αθήνα σείεται. Όχι από σεισμό ή ξένη απειλή, αλλά από την ίδια της τη φωνή, από τη μάχη για το ποια γλώσσα αξίζει να λέγεται «ελληνική». Είναι η εποχή των Ευαγγελικών, της αιματηρής εξέγερσης που σημάδεψε τη χώρα όχι για σύνορα ή εξουσία, αλλά για τις λέξεις.

Η Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα είναι διχασμένη ανάμεσα σε δύο κόσμους: την καθαρεύουσα, τη γλώσσα της εξουσίας και των σχολείων και τη δημοτική, τη γλώσσα των ανθρώπων του δρόμου, της αγοράς, της ψυχής. Η σύγκρουση ανάμεσά τους κρατά ήδη δεκαετίες. Όμως τον Νοέμβριο του 1901, παίρνει δραματική τροπή.

Η σπίθα ανάβει όταν η εφημερίδα Ακρόπολις του Βλάση Γαβριηλίδη αρχίζει να δημοσιεύει σε συνέχειες μια μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική. Το έργο ανήκει στην Ιουλία Σωμάκη, σύζυγο του γνωστού δημοτικιστή Αλέξανδρου Πάλλη, που είχε ήδη μεταφράσει την Καινή Διαθήκη στο Λονδίνο. Ο σκοπός ήταν να φτάσει το Ιερό Κείμενο στον απλό λαό, χωρίς τη γλωσσική απόσταση της καθαρεύουσας. Όμως η πρόθεση αυτή ερμηνεύτηκε αλλιώς, ως προσβολή της Εκκλησίας, της πίστης, της ίδιας της εθνικής ψυχής.

Η Ιερά Σύνοδος αντέδρασε με σφοδρότητα, καταγγέλλοντας τη «βεβήλωση του Θείου Λόγου». Στην Αθήνα, οι φοιτητές της Θεολογικής και της Φιλοσοφικής Σχολής εξοργίζονται. Οργανώνουν πορείες με συνθήματα «Κάτω οι μαλλιαροί!» και «Ζήτω η καθαρεύουσα!» ενώ ένταση ήδη έχει αρχίσει να φουντώνει. Τα πανεπιστήμια κλείνουν, οι εφημερίδες χωρίζονται σε στρατόπεδα, και η πόλη γεμίζει προκηρύξεις με προσευχές. Μέσα σε λίγες μέρες, η πνευματική διαμάχη γίνεται εξέγερση.

Στις 6 Νοεμβρίου, η Αθήνα μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Διαδηλώσεις, πέτρες, στρατιωτικά αποσπάσματα, φωνές και στρατός με την αστυνομία να επεμβαίνουν για να διαλύσουν τα πλήθη. Οι πυροβολισμοί πέφτουν κατά ριπάς στο κέντρο της πόλης και δρόμοι γύρω από το Πανεπιστήμιο μέχρι τη Μητρόπολη βάφονται με αίμα. Ο απολογισμός είναι βαρύς, οκτώ νεκροί, δεκάδες τραυματίες και η χώρα συγκλονίζεται. Το αποτέλεσμα, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης παραιτείται και οι πληγές που ανοίγουν εκείνη την ημέρα, αργούν πολύ να κλείσουν.

Το ζήτημα μέσα σε μία μέρα έπαψε να είναι γλωσσικό και έγινε υπαρξιακό. Ενώ, η Ελλάδα εκείνης της εποχής εγκλωβίστηκε ανάμεσα στην αρχαιολατρία και τη λαϊκή της ψυχή, ανάμεσα στην ανάγκη για πρόοδο και τον φόβο της αλλοίωσης. Για άλλους, η δημοτική απειλούσε να «λερώσει» το ένδοξο παρελθόν και για άλλους, ήταν ο μόνος δρόμος να ζήσει το έθνος στο παρόν.

Και όμως, μέσα από εκείνη τη βία, σπάρθηκε ο σπόρος μιας αλλαγής. Τα Ευαγγελικά άνοιξαν τον δρόμο για τα Ορεστειακά του 1903 και για όλο τον αγώνα υπέρ της δημοτικής γλώσσας που θα δικαιωθεί δεκαετίες αργότερα, με τον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον Σεφέρη και τελικά με τη δημοτική να γίνεται επίσημη γλώσσα του κράτους το 1976.

Σαν σήμερα, λοιπόν, η Αθήνα δεν θρηνεί μόνο τους νεκρούς εκείνης της εβδομάδας. Θρηνεί τη δυσκολία της να ακούσει τον εαυτό της. Η γλώσσα, που θα έπρεπε να ενώνει, έγινε τότε πεδίο μάχης. Κι όμως, ίσως μέσα σ’ εκείνο το αίμα να γεννήθηκε κάτι πολύτιμο, ότι η ελληνική ταυτότητα δεν κατοικεί ούτε στις λέξεις της καθαρεύουσας ούτε στις απλοποιήσεις της δημοτικής, αλλά στην ψυχή που τις μιλά.