Σαν σήμερα, 11 Νοεμβρίου 1990, σβήνει ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, ο άνθρωπος που ταύτισε την ποίηση με την αντοχή και την Ελλάδα με τον αγώνα, ο Γιάννης Ρίτσος. Ο ποιητής που η ζωή του συνδέθηκε με τα πιο σκοτεινά και δύσκολα χρόνια, αλλά και με περιόδους ψυχικής και ηθικής ανόρθωσης.
Οι Κοινωνικοί αγώνες, ο πόλεμος, η αντίσταση, η κατοχή, η δικτατορία, η μεταπολίτευση, όλα βρίσκονται αποτυπωμένα στα βήματά του. Η ίδια του η ύπαρξη μοιάζει με ένα σύντομο και πυκνό μάθημα ιστορίας. Ίσως γι’ αυτό και ο κόσμος τον αγκάλιασε τόσο θερμά και θρηνεί ακόμα και σήμερα τον χαμό του μεγάλου αυτού ποιητή.
Γιάννης Ρίτσος: η αρχή...
Ο Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά την 1η Μαΐου 1909, μέσα σε μια οικογένεια που έζησε γρήγορα την παρακμή. Μητέρα και αδελφός χάθηκαν από φυματίωση, ο ίδιος νοσεί, και η ζωή του σημαδεύεται από την απώλεια και τη φτώχεια. Όμως, μέσα απ’ αυτό το σκοτάδι γεννήθηκε η ανάγκη να μεταμορφώσει τον πόνο σε λόγο. Η ποίηση γι’ αυτόν δεν ήταν τέχνη, ήταν η ίδια του η αναπνοή.
Το 1936, με φόντο τη Θεσσαλονίκη και τη δολοφονία ενός εργάτη στην απεργία των καπνεργατών, γράφει τον «Επιτάφιο». Ένα ποίημα που έγινε τραγούδι, προσευχή και επανάσταση μαζί. Αργότερα, ήρθε η «Ρωμιοσύνη» που θα αποκρυσταλλώσει ολόκληρη την ελληνική ψυχή, την Ελλάδα που ματώνει, αλλά δεν λυγίζει. «Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό», γράφει, και μέσα σε μια φράση, συνοψίζει το φρόνημα ενός λαού που δεν χωρά σε πλαίσια και ήττες.
Ο Ρίτσος πλήρωσε ακριβά τη φωνή του. Εξορίστηκε στη Μακρόνησο, στη Λήμνο, στον Άη Στράτη. Στην κατοχή, στον Εμφύλιο, στη δικτατορία, γνώρισε από κοντά την απαγόρευση και την απομόνωση. Μα κι εκεί, στο χώμα και στο σύρμα, συνέχιζε να γράφει, γιατί ο λόγος του δεν ήταν για την πολιτική αλλά ήταν για μας, για τους ανθρώπους. Μιλούσε για τη μάνα, τον εργάτη, τον ερωτευμένο, τον εξόριστο, για όλους όσους κουβαλούν μέσα τους μια πατρίδα και μια μνήμη.
Όταν πέθανε, δηλαδή σαν σήμερα πριν από τριάντα πέντε χρόνια, ειπώθηκε πως «η Ελλάδα έγινε πιο φτωχή». Ίσως όμως από την άλλη να έγινε και πιο συνειδητή, γιατί κάθε φορά που διαβάζουμε Ρίτσο, δεν συναντάμε ακόμα έναν ποιητή, αλλά εκείνον που μας δείχνει τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος μέσα στην ιστορία.
Ο Ρίτσος δεν ήταν ποιητής του πόνου, ήταν ποιητής της αντοχής, δεν ωραιοποίησε τη φτώχεια, δεν εξιδανίκευσε τη θυσία, απλώς τις έκανε στίχο, για να θυμόμαστε πως η ζωή προχωρά ακόμη κι όταν όλα γύρω μοιάζουν χαμένα.
Κι αν σήμερα η «Ρωμιοσύνη» μοιάζει λέξη ξεχασμένη, ο Ρίτσος μάς την επιστρέφει, όχι ως ρομαντισμό, αλλά ως ευθύνη. Να θυμόμαστε, να αντέχουμε, να μιλάμε. Γιατί όπως έγραψε κι ο ίδιος: «Όποιος δε θυμάται, δεν έχει ζήσει, κι όποιος δεν έχει ζήσει, δε μπορεί να γράψει».
Σαν σήμερα, λοιπόν, δεν τιμούμε μόνο έναν μεγάλο ποιητή. Θυμόμαστε πως η Ελλάδα είχε και έχει ανθρώπους που, ακόμη και μέσα στην εξορία, έγραφαν για το φως.