Σαν σήμερα, 21 Νοεμβρίου 1955, ένα φως άναψε στις σκοτεινές αίθουσες των αθηναϊκών κινηματογράφων και δεν έσβησε ποτέ. Η ταινία «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη έκανε την πρώτη της προβολή και από εκείνη τη μέρα άρχισε να γράφει τον δικό της μύθο, όχι απλώς ως μια επιτυχημένη κινηματογραφική ιστορία, αλλά ως μια πολιτισμική τομή για την Ελλάδα.
Η ηρωίδα που δεν έμοιαζε με καμία άλλη
Στο πρόσωπο της Στέλλας, ενσαρκωμένης υποβλητικά από τη Μελίνα Μερκούρη, ο ελληνικός κινηματογράφος είδε για πρώτη φορά μια γυναίκα που δεν υπάκουε στους άγραφους κοινωνικούς κανόνες. Δεν έμπαινε «σε καλούπια» και δεν δίσταζε να επιλέξει τον εαυτό της, την ελευθερία της, τις επιθυμίες της. Όταν η Ελλάδα ακόμα κοιτούσε αυστηρά τον ρόλο της γυναίκας, η Στέλλα έκανε ακριβώς το αντίθετο, κοίταξε πίσω την κοινωνία και της είπε «όχι».
Η ταινία βασίστηκε στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». Ο νεαρός τότε Μιχάλης Κακογιάννης, μόλις 33 ετών, πήρε το κείμενο, το ζύμωσε με την εποχή του και δημιούργησε κάτι που υπερέβαινε το ελληνικό πλαίσιο.
Και ο έρωτας συγκρούστηκε με την ελευθερία
Η Στέλλα, τραγουδίστρια στο νυχτερινό κέντρο «Παράδεισος», κινείται ανάμεσα σε δύο άντρες, από την μία ο κοσμικός Αλέκος και από την άλλη ο ποδοσφαιριστής Μίλτος. Μα στην πραγματικότητα, ο μόνος έρωτας που αναγνωρίζει είναι αυτός προς την ανεξαρτησία της. Η πρόταση γάμου του Μίλτου την παγιδεύει, η κοινωνική πίεση την κυνηγά και την τελευταία στιγμή εκείνη επιλέγει να φύγει.
Το τέλος, σοκαριστικό για τα ήθη της εποχής, βρίσκει τη Στέλλα νεκρή από το χέρι του Μίλτου, ο οποίος όμως την αγκαλιάζει και τη φιλά σαν να πρόκειται για μια ερωτική λύτρωση. Μια εικόνα βίαιη και ταυτόχρονα ποιητική, που ακόμα και σήμερα προκαλεί συζητήσεις.
Εκεί που συναντήθηκαν οι κορυφαίοι
Η «Στέλλα» δεν είχε μόνο την Μερκούρη και τον Κακογιάννη, είχε ένα τεράστιο επιτελείο κορυφαίων καλλιτεχνών:
- ο Μάνος Χατζιδάκις στη μουσική
- ο Βασίλης Τσιτσάνης στο μπουζούκι
- ο Γιάννης Τσαρούχης στη σκηνογραφία
- οι Γιώργος Φούντας, Αλέκος Αλεξανδράκης, Τασσώ Καββαδία, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και Κώστας Κακκαβάς στο καστ
Και μια εμφάνιση-τίτλος τιμής, που ήταν η Σοφία Βέμπο. Με άλλα λόγια, η «Στέλλα» είναι μία ταινία όπου κάθε συντελεστής έβαλε το δικό του αποτύπωμα, σαν να ήξεραν όλοι πως συμμετέχουν σε κάτι που θα μείνει ανεξίτηλο για χρόνια.
Οι αντιδράσεις: ένας μικρός σεισμός
Παρά την αισθητική της δύναμη, η «Στέλλα» δεν έγινε αρχικά δεκτή με ενθουσιασμό. Ο Τύπος της εποχής, δεξιός και αριστερός, αντιμετώπισε τη Στέλλα ως γυναίκα «ελευθέρων ηθών», άρα επικίνδυνη. Το κοινό όμως τη διέψευσε. Οι θεατές βρήκαν στην ηρωίδα κάτι που δεν είχε ξαναδεί, μια γυναίκα που δεν λύγιζε.
Στην τελική η ταινία έκανε τέτοια επιτυχία που ταξίδεψε μέχρι το εξωτερικό, κέρδισε την Χρυσή Σφαίρα, προβλήθηκε στις Κάννες και στάθηκε με κύρος δίπλα στα μεγάλα έργα της εποχής. Ενώ, για τη Μελίνα Μερκούρη, η «Στέλλα» αποτέλεσε το πρώτο μεγάλο βήμα προς τη διεθνή της καριέρα.
Η κληρονομιά της
Η «Στέλλα» ανήκει πλέον στα έργα που δεν περιγράφουν μόνο μια εποχή αλλά την ερμηνεύουν. Μιλά για τη θέση της γυναίκας, για τις κοινωνικές πιέσεις και για την ελευθερία που διεκδικείται με κόστος. Είναι μια ταινία που δεν γερνάει, γιατί το θέμα της -η σύγκρουση ανάμεσα στον έρωτα και την προσωπική αυτονομία- παραμένει ζωντανό.
Κατ’ ουσίαν, σαν σήμερα, όσο κι αν έχουν αλλάξει τα χρόνια, το βλέμμα της Στέλλας παραμένει ίδιο, σταθερό, φωτεινό, ανυπότακτο. Ένα βλέμμα που υπενθυμίζει πως οι μεγάλες ιστορίες δεν γεννιούνται από συμβιβασμούς, αλλά από εκείνους που επιμένουν να ζουν με πάθος, ακόμη κι όταν όλος ο κόσμος τούς ζητά να χαμηλώσουν τη φωνή. Η «Στέλλα» λοιπόν θα υπάρχει μέσα μας, κάθε φορά που συνειδητοποιούμε πως η ελευθερία, όσο κι αν κοστίζει, είναι πάντα η πιο ακριβή μορφή ζωής.