Σαν σήμερα, τον Νοέμβριο του 1935, η Ελλάδα προχωρούσε σε μία από τις πιο περιοριστικές νομοθεσίες του Μεσοπολέμου για τις γυναίκες, με συντακτική πράξη απαγορευόταν η πρόσληψη των γυναικών στις περισσότερες θέσεις του Δημοσίου, επιτρέποντας τους μόνο τις «γυναικείες», κατώτερες ή βοηθητικές θέσεις.
Ήταν μια απόφαση που δεν «έσκασε» από το πουθενά, αντίθετα, εντάχθηκε στο βαθιά συντηρητικό και πατριαρχικό κλίμα της εποχής, όπου η γυναίκα λογιζόταν κυρίως ως «φύλακας της οικίας» και όχι ως ενεργό μέλος της δημόσιας ζωής. Το κράτος απλώς θεσμοθέτησε αυτό που η κοινωνία θεωρούσε «φυσική τάξη», αποκλείοντας τις γυναίκες από μια σειρά θέσεων στο Δημόσιο και παγώνοντας κάθε προοπτική επαγγελματικής τους ανέλιξης.
Η δεκαετία του ’30 ήταν για την Ελλάδα περίοδος πολιτικής αστάθειας, στρατιωτικών επεμβάσεων, κοινωνικής ανασφάλειας και έντονης οικονομικής πίεσης. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η θέση της γυναίκας παρέμενε εύθραυστη και κυρίως προκαθορισμένη. Οι γυναίκες είχαν μόλις αποκτήσει δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές το 1930, χωρίς όμως να τους αναγνωρίζεται ακόμη το δικαίωμα συμμετοχής στις εθνικές κάλπες. Η πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση, αν και τυπικά ανοιχτή από τα τέλη του 19ου αιώνα, συναντούσε σημαντικά κοινωνικά εμπόδια, καθώς η ίδια η κοινωνική κουλτούρα αποθάρρυνε τις γυναίκες από την επιστημονική ή επαγγελματική σταδιοδρομία.
Η συντακτική πράξη του 1935 απλώς νομιμοποιούσε μια ήδη βαθιά ριζωμένη αντίληψη, ότι δηλαδή ο δημόσιος χώρος, η διοίκηση, η πολιτική και οι θεσμοί του κράτους δεν ήταν τόποι για γυναίκες.
Παρ’ όλα αυτά, υπήρξαν μικρές αλλά ηχηρές αντιδράσεις. Γυναικείες οργανώσεις, με πρωτοπόρα τη μορφή της Καλλιρρόης Παρρέν- της πρώτης Ελληνίδας δημοσιογράφου και ιδρύτριας της Εφημερίδος των Κυριών (1887), είχαν ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα θέσει τις βάσεις για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των γυναικών. Η Παρρέν, ιδρύτρια επίσης του Λυκείου των Ελληνίδων (1911) και βασική εκπρόσωπος της πρώτης οργανωμένης φεμινιστικής κίνησης στη χώρα, τόνιζε με συνέπεια την ανάγκη πρόσβασης των γυναικών στην εργασία, στην εκπαίδευση και στη δημόσια ζωή. Αν και η ίδια δεν έζησε μέχρι το 1935, το έργο και η δράση της συνέχισαν να επηρεάζουν τις μεταγενέστερες γυναικείες οργανώσεις, οι οποίες αντιμετώπισαν τη συντακτική πράξη ως ένα ακόμα εμπόδιο στον μακρύ αγώνα για ισότιμη θέση των γυναικών στην κοινωνία.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελλάδα χρειάστηκε χρόνο για να επανέλθει στην ομαλότητα, αλλά και για να αποκαταστήσει θεσμικά την ισότητα. Το 1952 αναγνωρίστηκε στις γυναίκες το πλήρες δικαίωμα ψήφου και εκλογής, ενώ η δεκαετία του ’80, με κορυφαίο σταθμό το Οικογενειακό Δίκαιο του 1983, θεμελίωσε πολλές από τις σημερινές μορφές ισότητας μέσα στην οικογένεια και στην κοινωνία. Σταδιακά, από τα πανεπιστήμια έως τη δημόσια διοίκηση και την πολιτική, οι γυναίκες απέκτησαν χώρο, φωνή και παρουσία.
Κι όμως, σχεδόν έναν αιώνα μετά, η συζήτηση δεν έχει κλείσει. Η γυναίκα του σήμερα ζει σε μια κοινωνία όπου διαθέτει πλήρη πολιτικά και εργασιακά δικαιώματα, καταλαμβάνει θέσεις ευθύνης και πρωταγωνιστεί σε τομείς που το 1935 θα θεωρούνταν αδιανόητοι. Ωστόσο, ζητήματα όπως η έμφυλη βία, το μισθολογικό χάσμα, ο σεξισμός στην εργασία και οι δυσκολίες συνδυασμού καριέρας και οικογένειας υπενθυμίζουν ότι η ισότητα δεν είναι ποτέ δεδομένη.
Η σημερινή μέρα, λοιπόν ας μας θυμίζει ότι τα δικαιώματα δεν είναι αυτονόητα, είναι κατακτήσεις που κερδήθηκαν βήμα-βήμα. Και πως κάθε εποχή, από τον Μεσοπόλεμο μέχρι το σήμερα, έχει τη δική της μάχη για πραγματική, όχι τυπική, ισότητα.