Η ένταση που προκλήθηκε με την Τουρκία, στις 22 και 23 Ιουλίου, νοτίως της Κάσου, εντός των ορίων της ελληνικής ΑΟΖ, μας υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να έχουμε ψευδαισθήσεις για τον κίνδυνο να υπάρξει, οποιαδήποτε στιγμή, θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο. Επίσης δεν πρέπει, πλέον, να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι η τακτική του κατευνασμού μπορεί να λύσει το πρόβλημα της τουρκικής επιθετικότητας. Η τακτική αυτή αποθράσυνε την Τουρκία, η οποία κάθε χρόνο εμφάνιζε νέες παράνομες διεκδικήσεις σε βάρος της χώρας μας.
Οι ανιστόρητες αυτές διεκδικήσεις ξεκίνησαν με ένα μόνο ζήτημα, αυτό της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Και φθάσαμε στο σημείο σήμερα η Αγκυρα να διεκδικεί το μισό Αιγαίο, μαζί με εκατοντάδες νησιά και βραχονησίδες, να ζητεί την αποστρατικοποίηση νησιών, να θέλει να φέρει τη Λευκωσία και την Αθήνα προ τετελεσμένων με την de jure διχοτόμηση της Κύπρου, να απαιτεί να «βάλει πόδι» στη Δυτική Θράκη μέσω της μουσουλμανικής μειονότητας και να απειλεί με casus belli αν επεκτείνουμε στα 12 μίλια την αιγιαλίτιδα ζώνη μας.
Με βάση το σκεπτικό όσων υποστηρίζουν την τακτική του κατευνασμού του τουρκικού «θηρίου», η πατρίδα μας ή θα πρέπει να οδηγηθεί σ’ έναν... «έντιμο» συμβιβασμό ή θα πρέπει να διακινδυνεύσει την εμπλοκή της σε μία πολεμική αναμέτρηση, αν βέβαια η Αγκυρα δεν μετατοπιστεί από τις παράνομες διεκδικήσεις της, πράγμα που σήμερα με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν φαντάζει απίθανο...
Ενδεικτική της τουρκικής αδιαλλαξίας είναι η τελευταία προκλητική αναφορά του Τούρκου προέδρου, προ ολίγων 24ώρων, κατά την καθέλκυση ενός νέου υποβρυχίου, όπου μίλησε πάλι για τη «Γαλάζια Πατρίδα» και για την ανάγκη δημιουργίας «ισχυρού στρατού», τονίζοντας ότι «όποιος κυριαρχεί στη θάλασσα, κυριαρχεί στον κόσμο». Τη φράση αυτήν του Ερντογάν έπρεπε πρώτοι εμείς να την έχουμε προμετωπίδα μας... Το 388 π.Χ. ο Λυσίας στον ολυμπιακό λόγο του διατυμπάνιζε: «Η αρχή των κρατούντων της θαλάσσης», δηλαδή «η εξουσία ανήκει σε αυτούς που κυριαρχούν στη θάλασσα»!
Δεν ξέρω αν ο Τούρκος πρόεδρος ή ο λογογράφος του έχουν μελετήσει τον Λυσία ή αν ταυτίστηκαν τυχαία με το αυτονόητο της ρήσης του σημαντικότερου αρχαίου Ελληνα ρήτορα, πάντως ένας άλλος Τούρκος πολιτικός, ο Αχμέτ Νταβούτογλου, ο θεωρητικός του ισλαμοεθνικιστικού αναθεωρητισμού της Αγκυρας, υποστηρίζει ότι για να μπορέσει η Τουρκία να επιβληθεί ως μεγάλη περιφερειακή δύναμη, πρέπει να αποκτήσει ισχυρό στόλο. Μάλιστα, η στρατηγική που προτείνει ο Τούρκος πρώην πρωθυπουργός, για την επίτευξη αυτού του στόχου, στο βιβλίο του για το στρατηγικό βάθος της Τουρκίας, είναι αντιγραφή της στρατηγικής που αναλύει ο Θουκυδίδης στο έργο του για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, για το πώς έγινε η πόλη των Αθηνών θαλασσοκράτειρα! Μάλιστα, ο Νταβούτογλου θεωρεί –και σωστά– ότι ο λόγος που χάθηκε ο έλεγχος του Αιγαίου και των νησιών του από τους Οθωμανούς ήταν ότι η Ελλάδα, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, είχε τον ισχυρότερο στόλο.
Το γεγονός αυτό, δηλαδή η απώλεια των νησιών του Αιγαίου από τους Οθωμανούς, αξιολογείται σήμερα από την Τουρκία ως ένα από τα σοβαρότερα κενά ασφαλείας της χώρας και επιπλέον είναι το σημαντικότερο αδιέξοδο για την επίτευξη της επεκτατικής πολιτικής της Αγκυρας. Γι’ αυτό και κάποιος μπορεί να πιστεύει ότι η εξομάλυνση των διαφορών μας με την Τουρκία είναι εφικτός στόχος, η επίλυσή τους όμως φαντάζει αδύνατη.
Το γιατί δεν μπορεί να αλλάξουν οι τουρκικές διεκδικήσεις το εξηγεί ο Νταβούτογλου: «Η Τουρκία, εξαιτίας των προηγούμενων σοβαρών διπλωματικών παραλείψεων, έχει ήδη φτάσει στο ύστατο σημείο υποχωρήσεων στο Αιγαίο. Μετά από αυτό, κάθε συμβιβασμός που θα γίνει μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες οι οποίες ενδέχεται να φθάσουν ακόμη και ως την εξαφάνιση του ζωτικού χώρου της Τουρκίας στο Αιγαίο και κατ’ επέκταση του χώρου που κινείται στον άξονα Μεσόγειος-Εύξεινος Πόντος». Μόνοι τους ομολογούν και προσπαθούν να εξηγήσουν... στρατηγικά την αδιαλλαξία τους!
Παρ’ όλα αυτά, το 1975 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ είχαν φθάσει πολύ κοντά στο να οδηγήσουν τις δύο χώρες στη Χάγη μόνο για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας. Φαίνεται, όμως, ότι οι Τούρκοι στρατηγοί, που τότε κυβερνούσαν, αλλά και ο πρωθυπουργός του «Αττίλα», ο Μπουλέντ Ετζεβίτ, ήταν εναντίον της Χάγης. Αποτέλεσμα; Η Τουρκία έκανε πίσω και χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία.
Από τότε, η αναθεωρητική ατζέντα της Αγκυρας, χρόνο με τον χρόνο, ολοένα και αυξάνεται, με τους πολιτικούς της γείτονος –κεμαλιστές ή ισλαμιστές δεν έχει διαφορά– να διαγκωνίζονται σε ακραίο εθνικισμό για εσωτερική κατανάλωση. Ετσι η επίκληση της Χάγης δεν μπορεί να θεωρείται μια εφικτή προοπτική. Και αυτό γιατί, για να υπάρξει προσφυγή, θα πρέπει και οι δύο χώρες να συμφωνήσουν σε ένα συνυποσχετικό.
Και εδώ αρχίζουν τα προβλήματα: Πρώτον, η Τουρκία θα πρέπει να αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου, που μέχρι σήμερα το αρνείται. Δεύτερον, θα πρέπει να αποδεχθεί τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας. Αν όμως τη δεχθεί, τότε θα πρέπει να αποδεχθεί ότι και τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, γεγονός που αρνείται. Τρίτον, η Ελλάδα δεν μπορεί να θέσει υπό την κρίση ξένων θέματα κυριαρχίας, όπως για παράδειγμα αν κατοικημένα νησιά είναι... «τουρκικές νησίδες υπό ελληνική κατοχή» ή αν θα πρέπει να αποστρατικοποιηθούν ελληνικά νησιά του Βορείου Αιγαίου!
Γίνεται κατανοητό ότι για την ελληνική πλευρά μόνο ένα ζήτημα μπορεί να τεθεί στη Χάγη: ο καθορισμός της ΑΟΖ. Μέχρι, λοιπόν, να γίνει η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, η βελτίωση των διπλωματικών σχέσεων με την Τουρκία είναι ευπρόσδεκτη, αλλά για «χαμηλής» πολιτικής ζητήματα, όπως για την οικονομία, τον τουρισμό, τις υποδομές, την πολιτική προστασία κ.λπ. Επίσης, να κρατάμε «μικρό καλάθι» όταν ακούμε για «ήρεμα νερά», γιατί οι Τούρκοι «ήρεμα νερά» εννοούν αυτά που αποκαλούν «γαλάζια νερά»!