Αν κοιτάξει κάποιος το ιστορικό χρονολόγιο θα δει ότι όλες οι μέρες, από τα τέλη Αυγούστου έως τα μέσα του Σεπτεμβρίου, είναι γεμάτες από τα γεγονότα που έγραψαν τον επίλογο της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Οι σφαγές των Ελλήνων, ο ξεριζωμός τους από τις πατρογονικές εστίες, η προσφυγιά όσων επέζησαν, αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες συμφορές στην ελληνική ιστορία. Οι επιπτώσεις, πολλές...
Θα εστιάσουμε, όμως, στον διπλωματικό τομέα, καθώς μετά το 1922 αυτό που έμεινε ως «τραύμα» ήταν η –με κάθε τρόπο και κυρίως οποιοδήποτε κόστος– αποφυγή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου! Επιστέγασμα αυτής της πολιτικής ήταν το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας του 1930, που υπέγραψαν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.
Ομως, το ότι εμείς θέλαμε –και εξακολουθούμε να θέλουμε– να αποφύγουμε σύγκρουση με την Τουρκία, δεν σημαίνει ότι στην άλλη πλευρά του Αιγαίου υπάρχει αυτή η λογική. Οσο η Τουρκία δεν νιώθει διπλωματικές ή άλλες πιέσεις, για να περιορίσει τις παράνομες αξιώσεις της, τόσο αποθρασύνεται και της δημιουργείται η πεποίθηση ότι μπορεί χωρίς κόστος να διεκδικεί, χρόνο με τον χρόνο, όλο και περισσότερα!
Ετσι φθάσαμε στο πογκρόμ των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955 και στις απελάσεις τους το 1960, στον «Αττίλα» το 1974, στις κρίσεις του 1987 και 1996 στο Αιγαίο, στον υβριδικό «πόλεμο» του 2020 στον Εβρο και τελευταία στο ασήμαντο στρατιωτικά, αλλά εξαιρετικά σοβαρό διπλωματικά, επεισόδιο της Κάσου, που είχε επιστέγασμα τις τελευταίες δηλώσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι τα σύνορα της Τουρκίας –και– στο Αιγαίο φθάνουν όπου αυτή θέλει χάριν της στρατιωτικής ισχύος της.
«Η Τουρκία δεν περιορίζεται στα γεωγραφικά της σύνορα», δήλωσε απροκάλυπτα ο Τούρκος πρόεδρος... «Οποιος προσπαθεί να περιορίσει τον ορίζοντα της Τουρκίας σε 782.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα είναι ξένος σε αυτόν τον τόπο, αν όχι αδαής», πρόσθεσε. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα συναντηθούν, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου, για έκτη φορά μέσα σε έναν χρόνο.
Βέβαια, τα «ήρεμα νερά» που προσπαθεί η χώρα μας να δημιουργήσει σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο ταράζονται από τις «τρικυμίες» που προκαλεί ο Τούρκος πρόεδρος με τις παραληρηματικές δηλώσεις του ή τις προκλητικές ενέργειες της Αγκυρας, όπως αυτή στην Κάσο σθεσε για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για το τι εννοεί και κυρίως για το τι θέλει να πετύχει. Πρέπει να καταλάβουμε ότι το άναρχο, πολυπολικό διεθνές τοπίο όχι μόνο δεν κάνει την Τουρκία να χάνει, αλλά το εκμεταλλεύεται για να επιβάλλει τέτοιες ασφυκτικές συνθήκες σε ολόκληρη την περιοχή, ώστε να αμφισβητηθεί το status quo, όπως έχει διαμορφωθεί από το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες και κυρίως να σφετεριστεί τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Ομως, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ως άλλος Θρασύμαχος (Ελληνας σοφιστής και ρήτορας), εφαρμόζει την αρχή ότι το δίκαιο και οι συνθήκες δεν είναι τίποτε άλλο παρά το συμφέρον του ισχυρότερου («Δίκαιον ουκ άλλο τι ή του κρείττονος συμφέρον», Πλάτωνος «Πολιτεία»). Σε απλά ελληνικά, το δίκαιο έχει αξία, όταν εκείνος που τα επικαλείται είναι ισοδύναμος με τον αντίπαλό του... Διαφορετικά, η ανάγκη και ο φόβος θα κάνουν τον αδύναμο να υποχωρήσει...
Ολα αυτά τα χρόνια η Τουρκία τεστάρει τις αντιδράσεις μας. Οσο βλέπει ότι δεν αντιδρούμε στις προκλήσεις της (σαν να «οσμίζεται» το διπλωματικό μας άγχος για να μην υπάρξει σύγκρουση), αποθρασύνεται και αυξάνει τις αναθεωρητικές διεκδικήσεις της. Αν, για παράδειγμα, είχαμε αυξήσει, στον σωστό χρόνο, σε διάφορες θαλάσσιες περιοχές της επικράτειας, την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, θα είχαμε επεκτείνει την κυριαρχία μας, θα είχαμε ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση μας και θα είχαμε τεστάρει εμείς το κατά πόσο εννοεί η Αγκυρα το casus belli!
Θα πει κάποιος «είναι συνετό να παίζουμε με τη φωτιά»; Να θυμηθούμε ότι τον τελευταίο αιώνα Ελλάδα και Τουρκία δεν έχουν έρθει σε πολεμική σύγκρουση και αυτό παρά το γεγονός ότι από το 1955 έχουν υπάρξει σοβαρές κρίσεις. Ακόμα και στα «θερμά επεισόδια» του 1987 και του 1996 οι δύο χώρες οδηγήθηκαν σε διπλωματική διέξοδο. Στην πρώτη περίπτωση στη Συμφωνία του Νταβός, του 1988, μεταξύ Ανδρέα Παπανδρέου και Τουργκούτ Οζάλ, μετά τα γεγονότα με το ερευνητικό σκάφος «Piri Reis», και στη δεύτερη περίπτωση στη Συνθήκη της Μαδρίτης του 1997, μετά τα Ιμια. Βέβαια, το αρνητικό και για τις δύο παραπάνω συμφωνίες ήταν ότι δημιουργήθηκε ένα μορατόριουμ άσκησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και ειδικά στη Συνθήκη της Μαδρίτης η αναγνώριση που υπήρξε από μέρους μας περί «νόμιμων δικαιωμάτων» της Τουρκίας στο Αιγαίο (τουλάχιστον θα μπορούσε παράλληλα να υπάρξει αναγνώριση ελληνικών «νομίμων δικαιωμάτων» στα Δαρδανέλλια και τη Μαύρη Θάλασσα).
Παρ’ όλα αυτά, επειδή δεν πρέπει να «παίζουμε με τη φωτιά» οι δίαυλοι επικοινωνίας πρέπει να μένουν ανοιχτοί... Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα συναντηθούν, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου, για έκτη φορά μέσα σε έναν χρόνο. Βέβαια, τα «ήρεμα νερά» που προσπαθεί η χώρα μας να δημιουργήσει σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο ταράζονται από τις «τρικυμίες» που προκαλεί ο Τούρκος πρόεδρος με τις παραληρηματικές δηλώσεις του ή τις προκλητικές τουρκικές ενέργειες, όπως αυτή της Κάσου. Παράγεται αποτέλεσμα από τις συναντήσεις αυτές; Μέχρι στιγμής, όχι! Ακόμα και η νεφελώδης επίκληση της Χάγης κολλάει σε ένα δομικό ζήτημα: Εμείς ως μόνη διαφορά αναγνωρίζουμε τον καθορισμό των ορίων της ΑΟΖ, ενώ η Τουρκία μια σειρά από ζητήματα, που άπτονται της εθνικής κυριαρχίας μας.
Βέβαια, θέλει προσοχή το γεγονός ότι η τουρκική διπλωματία εκμεταλλεύεται τις συναντήσεις αυτές για να περάσει το μήνυμα στη Δύση ότι προσπαθεί να έρθει σε συνεννόηση μαζί μας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ελληνική διπλωματία οφείλει να εξαντλήσει κάθε διπλωματικό «όπλο» για να υπάρχει τουλάχιστον ένα μορατόριουμ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο και ένα μίνιμουμ συνεννόησης σε χαμηλής έντασης ζητήματα.
Ολα αυτά, βέβαια, χωρίς να χαλαρώσει η ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεών μας. Αναμφισβήτητα έχουν γίνει σημαντικά βήματα στον τομέα αυτόν, αλλά υπάρχουν ακόμα κενά, όπως για παράδειγμα στο Πολεμικό Ναυτικό. Οι τρεις νέες γαλλικές φρεγάτες δεν φθάνουν, ο στόλος μας θέλει πλώρες!
Και αυτό γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε τον Θουκυδίδη, ο οποίος έγραφε ότι «ο ισχυρός προχωρά όσο του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του»!