Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει και μία άλλη διάσταση, τη θρησκευτική... Εκκλησιαστικές συγκρούσεις μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, του Πατριαρχείου της Μόσχας και της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας, οι οποίες ξεκίνησαν πριν από τη ρωσική εισβολή, συνεχίζονται παράλληλα με τις αιματηρές μάχες και περνούν συνήθως στα «ψιλά» της ειδησεογραφίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το νομοσχέδιο που ψήφισε η ουκρανική Βουλή, πριν από λίγα 24ωρα, το οποίο απαγορεύει την ύπαρξη οποιαδήποτε σχέσης μεταξύ κληρικών της χώρας με τη Ρωσική Εκκλησία, σε μια προσπάθεια να υπάρξει πλήρης απεξάρτηση της Ουκρανικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο της Μόσχας.
Εκκλησιαστικά αυτό είχε γίνει τέσσερα χρόνια νωρίτερα από τη ρωσική εισβολή (τον Οκτώβριο του 2018) και λίγους μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 2019, ο οικουμενικός πατριάρχης κκ. Βαρθολομαίος, παρουσία του τότε προέδρου της Ουκρανίας Πέτρο Ποροσένκο και του προκαθημένου της Ουκρανικής Εκκλησίας, μητροπολίτη Κιέβου κ. Επιφάνιου, θα υπέγραφε το διάταγμα (τον λεγόμενο «Τόμο») της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας. Η απόφαση αυτή του κκ. Βαρθολομαίου ήταν η αιτία (οι αφορμές προϋπήρχαν και θα τις αναλύσουμε πιο κάτω) ώστε να προκληθεί το δεύτερο –ιστορικά– σχίσμα στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Στη δε Ουκρανία δημιουργήθηκαν έκτοτε δύο Εκκλησίες: η επίσημη Αυτοκέφαλη Εκκλησία και μια δεύτερη που ελεγχόταν απόλυτα από τη Μόσχα. Ομως, μετά τη ρωσική εισβολή κυριάρχησε το εθνικό συναίσθημα, με αποτέλεσμα η ελεγχόμενη από τους Ρώσους Ουκρανική Εκκλησία να χάσει χιλιάδες πιστούς. Η απόφαση του Φαναρίου να παραχωρήσει την αυτοκεφαλία στην Ουκρανική Εκκλησία ήταν η αιτία να προκληθεί, για δεύτερη φορά, σχίσμα στην ορθοδοξία. Η πρώτη φορά ήταν το 1996, όταν και πάλι το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης συγκρούστηκε με τη Μόσχα, για τη δικαιοδοσία, αυτήν τη φορά, στην Εκκλησία της Εσθονίας. Ομως, εκείνη η κρίση κράτησε λίγο, καθώς το ζήτημα διευθετήθηκε άμεσα.
Σήμερα, το ζήτημα της υπαγωγής της Εκκλησίας της Εσθονίας στο Πατριαρχείο της Μόσχας έχει επανέλθει στην επικαιρότητα. Στα τέλη του περασμένου Ιουλίου, το υπουργείο Εσωτερικών της Εσθονίας, με το σκεπτικό ότι «το κράτος έχει υποχρέωση να προστατεύσει τον πληθυσμό της χώρας από τις επιπτώσεις ενός εχθρικού καθεστώτος» (εννοεί τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν), «ευχήθηκε» να βρεθεί φόρμουλα, σε συνεννόηση με το Φανάρι, ώστε να υπάρξει πλήρης διαχωρισμός της Ορθόδοξης Εκκλησίας της χώρας από την κηδεμονία της Μόσχας. Οριστικές αποφάσεις για το ζήτημα αυτό ίσως ληφθούν σε λίγες εβδομάδες, οπότε αναμένεται να ξεσπάσει νέα εκκλησιαστική ένταση στους κόλπους της ορθοδοξίας.
Αφορμή, λοιπόν, γι’ αυτές τις σκληρές θρησκευτικές συγκρούσεις είναι οι διαφορετικές απόψεις του Φαναρίου και της Μόσχας για τα όρια της δικαιοδοσίας της Ρωσικής Εκκλησίας... Σε απλά ελληνικά, το Φανάρι έχει να αντιμετωπίσει τη «θρησκευτική ιμπεριαλιστική αντίληψη» του πατριάρχη κ. Κύριλλου, ο οποίος θεωρεί ότι όλες οι σλαβικές –και όχι μόνο– ορθόδοξες Εκκλησίες είναι «αποικίες της Μόσχας»! Οι αιτίες όμως είναι βαθύτερες, γεωπολιτικές, αφορούν άμεσα τα εθνικά μας συμφέροντα και δεν πρόκειται για έναν καβγά μεταξύ φιλόδοξων ρασοφόρων. Θα μπορούσαμε, μάλιστα, να συνοψίσουμε τις γεωπολιτικές αυτές αιτίες με μια φράση, που περικλείει την από αιώνων φιλοδοξία των Ρώσων ιεραρχών και ιδιαίτερα του σημερινού, του κ. Κύριλλου: να γίνει η Μόσχα η «Τρίτη Ρώμη»!
Οταν ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην αρχαία πόλη του Βυζαντίου, της έδωσε το όνομα «Νέα Ρώμη», έμεινε όμως γνωστή, μετά τον θάνατό του, ως «Κωνσταντινούπολη». Μετά την άλωσή της και την κατάκτηση όλων των ορθοδόξων εθνών της Βαλκανικής από τους Οθωμανούς, η Ρωσία έμεινε ως το μόνο ελεύθερο ορθόδοξο κράτος. Οι τσάροι, βαθιά επηρεασμένοι από το Βυζάντιο, θεώρησαν ότι είναι οι μοναδικοί κληρονόμοι του. Στα μέσα του 16ου αιώνα ένας Ρώσος μοναχός, ο Φιλόθεος της Μονής Ελεαζάρου του Πσκοφ, διατύπωσε τη θεωρία ότι η Μόσχα θα έπρεπε να γίνει η «Τρίτη Ρώμη». Θεωρούσε ότι η πρώτη Ρώμη είχε εκπέσει μετά το μεγάλο Σχίσμα, η δεύτερη Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη, είχε καταληφθεί από τους Μωαμεθανούς και απέμενε η Μόσχα να διαδεχθεί, γεωπολιτικά και θρησκευτικά, τη σκλαβωμένη βυζαντινή πρωτεύουσα. Με βάση αυτήν τη θεωρία το κίνημα του πανσλαβισμού χρησιμοποίησε την ορθοδοξία ως όχημα για τη ρωσική γεωπολιτική επέκταση, κυρίως μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Ο σημερινός ιεράρχης των Ρώσων, ο υπερφιλόδοξος πατριάρχης κ. Κύριλλος, προσπαθεί εδώ και χρόνια να «εκθρονίσει» τον οικουμενικό πατριάρχη κκ. Βαρθολομαίο, να σφετεριστεί την πνευματική ηγεσία του και το Φανάρι να πάψει να είναι «πρώτο μεταξύ των ίσων» στην τάξη των Ορθοδόξων Εκκλησιών και τη θέση αυτή να πάρει το Πατριαρχείο Μόσχας. Στον εκκλησιαστικό αυτόν πόλεμο έχουν εμπλακεί τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν έπειτα από την παραχώρηση της αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία, όταν επιτέθηκε στον οικουμενικό πατριάρχη κκ. Βαρθολομαίο λέγοντας ότι θέλησε «να υποτάξει την Ουκρανική Εκκλησία για οικονομικά οφέλη», ενώ μίλησε προσβλητικά για το Φανάρι χαρακτηρίζοντάς το «τουρκική ενορία». Αντιθέτως, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο είχε δηλώσει ότι η αυτοκεφαλία «σηματοδοτεί ένα ιστορικό επίτευγμα για την Ουκρανία».
Ομως, ο πόλεμος κατά του κκ. Βαρθολομαίου από τον κ. Κύριλλο δεν περιορίζεται μόνο στις απανταχού ορθόδοξες Εκκλησίες... Εχει επεκταθεί και στο εσωτερικό της χώρας μας. Στόχος είναι να στραφούν οι πιστοί εναντίον του οικουμενικού πατριάρχη (χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Μονής Εσφιγμένου στο Αγιον Ορος), αλλά και να αμφισβητηθεί γενικότερα ο δυτικός προσανατολισμός της Ελλάδα. Οπως έλεγε και ο Μαχάτμα Γκάντι, «αυτοί που λένε ότι η θρησκεία δεν έχει σχέση με την πολιτική, δεν ξέρουν τι είναι θρησκεία». Σε κάθε περίπτωση, περιμένουμε και νέα επεισόδια από τον θρησκευτικό αυτόν πόλεμο, ο οποίος δεν εξελίσσεται μόνο στην Ουκρανία, αλλά και στη γειτονιά μας, τα Βαλκάνια...