Την Πέμπτη 8 Αυγούστου, ο Έντι Ράμα είχε ένα δύσκολο τηλεφώνημα. Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής ήταν Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος –με όχι διπλωματική γλώσσα– απαίτησε από τον Αλβανό πρωθυπουργό να ξεριζώσει από τη χώρα του την οργάνωση FETO, του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, του υπ’ αριθμόν 1 καταζητούμενου στην Τουρκία.
Ο Γκιουλέν ήταν ένας από τους ισχυρότερους συμμάχους του Ερντογάν, ο οποίος τον βοήθησε να πάρει την εξουσία στην Τουρκία. Η συμμαχία τους διαλύθηκε το 2013, όταν ο Τούρκος πρόεδρος κατηγόρησε τον Γκιουλέν ότι βρίσκεται πίσω από έρευνες που γίνονταν εις βάρος του για θέματα διαφθοράς. Αποκορύφωμα της αντιπαράθεσής τους ήταν η κατηγορία του Ερντογάν κατά του Τούρκου ιμάμη ότι αυτός οργάνωσε το πραξικόπημα το 2016.
Η απαίτηση του Ερντογάν στον Ράμα είχε τη μορφή τελεσιγράφου, καθώς τον προειδοποίησε ότι, αν δεν ικανοποιηθεί, δεν θα παραστεί στα εγκαίνια αλλά και δεν θα παραδώσει τα κλειδιά του μεγαλύτερου τεμένους των Βαλκανίων, που έχτισε η Τουρκία δίπλα από τη Βουλή της Αλβανίας. Και αυτό γιατί ο Τούρκος πρόεδρος θεωρεί ότι η θρησκευτική ηγεσία των μουσουλμάνων της Αλβανίας ελέγχεται από τον Γκιουλέν.
Ο Ράμα, μετά το τηλεφώνημα του Ερντογάν, έχει περιέλθει σε δύσκολη θέση. Και αυτό γιατί:
-Αν εκδιώξει τη σημερινή θρησκευτική ηγεσία των μουσουλμάνων θα έρθει σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ, οι οποίες στηρίζουν τους ιμάμηδες της Αλβανίας, καθώς θεωρούν ότι μπορούν να βοηθήσουν στην ειρηνική συνύπαρξη με τις άλλες θρησκείες της χώρας.
-Αν δεν «σκύψει το κεφάλι» στον Ερντογάν, φοβάται ότι μπορεί να δημιουργήσει οικονομικό πρόβλημα στη χώρα του, καθώς η Αγκυρα είναι ένας από τους πέντε μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους στην Αλβανία (οι επενδύσεις της αγγίζουν το 1 δισ. ευρώ), με πάνω από 600 τουρκικές εταιρείες να απασχολούν περισσότερους από 15.000 Αλβανούς. Ο δε ο υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, έχει υποσχεθεί ότι αν ικανοποιηθεί η τουρκική απαίτηση, οι επενδύσεις μπορούν να διπλασιαστούν!
-Επίσης, αν δεν υπακούσει τον Τούρκο πρόεδρο κινδυνεύει να χάσει την πολιτική του στήριξη στις προσεχείς εθνικές εκλογές, που θα γίνουν την άνοιξη του 2025, μιας και οι μουσουλμάνοι στη χώρα του είναι άνω του 50% του πληθυσμού και επηρεάζονται από την προπαγάνδα της Αγκυρας. Πολλοί απ’ αυτούς, δε, έχουν πειστεί ότι η Τουρκία είναι ο φυσικός προστάτης τους και ο Ερντογάν αξιόπιστος συνομιλητής.
Η Αλβανία και οι Αλβανοί που βρίσκονται σε άλλες χώρες των Βαλκανίων αποτελούν για την Τουρκία το προγεφύρωμα για τη διείσδυσή της στη χερσόνησο του Αίμου στο πλαίσιο του νεο-οθωμανικού αναθεωρητικού δόγματος του Ερντογάν, με «όπλα» το Ισλάμ, τη στρατιωτική συνεργασία, την εκπαίδευση και τις οικονομικές επενδύσεις.
Με την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στα Βαλκάνια, η Τουρκία προσπάθησε να επανασυνδέσει τους μουσουλμάνους των περιοχών αυτών με το οθωμανικό παρελθόν τους.
Άρχισαν να επισκευάζουν τεμένη και να χτίζουν νέα, στέλνουν σ’ αυτά Τούρκους ιμάμηδες, ενώ ίδρυσαν τουρκικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (δημοτικά, γυμνάσια και πανεπιστήμια) για να δημιουργήσουν –με την κουλτούρα της Άγκυρας– τις μελλοντικές γενιές των ηγετών των μουσουλμάνων των Βαλκανίων.
Ο Αχμέτ Νταβούτογλου, στο βιβλίο του για το «Στρατηγικό βάθος της Τουρκίας», γράφει: «Οι τουρκικές και μουσουλμανικές μειονότητες σε Βουλγαρία, Ελλάδα, Μακεδονία, Σαντζάκ, Κοσσυφοπέδιο, Βοσνία και Ρουμανία αποτελούν σημαντικά στοιχεία της βαλκανικής πολιτικής της Τουρκίας. Η ζώνη, που ξεκινάει από Μπίχατς, Βοσνία, Σαντζάκ, Κοσσυφοπέδιο, Αλβανία, Μακεδονία, Κίτρτζαλι Βουλγαρίας, Δυτική Θράκη, καταλήγει στην Ανατολική Θράκη, έχει τον χαρακτήρα ζωτικής αρτηρίας για τη γεωπολιτική της Τουρκίας».
Πρακτικά, με βάση την παραπάνω θεώρηση, η Τουρκία από το 1990 θέλει να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό γι’ αυτήν «μουσουλμανικό τόξο», το οποίο θα ξεκινά από τη Βουλγαρία και την εκεί μουσουλμανική μειονότητα (την οποία η Σόφια έχει αναγνωρίσει ως «τουρκική»), θα περνάει από την ελληνική Θράκη με τη μουσουλμανική μειονότητα της περιοχής, την οποία οι Τούρκοι προκλητικά –και παρά τη Συμφωνία της Λωζάνης– χαρακτηρίζοντας «τουρκική», θα συνεχίζει στη Βόρεια Μακεδονία και στο Κοσσυφοπέδιο και θα ολοκληρώνεται στην Αλβανία.
Σημαντική επιδίωξη αυτής της γεωπολιτικής στρατηγικής της Αγκυρας στα Βαλκάνια είναι η περικύκλωση της πατρίδας μας από χώρες με τις οποίες η Τουρκία θα έχει προνομιακή συμμαχική σχέση και θα μπορούν, δυνητικά, με παραίνεσή της, να αποτελούν μια πηγή διπλωματικών –και όχι μόνο– προβλημάτων για την πατρίδα μας.
Η αρχή έχει γίνει με τα Τίρανα και τα Σκόπια. Ειδικά με την Αλβανία, από τις αρχές του χρόνου, η Τουρκία έχει υπογράψει στρατιωτική συνεργασία, με τον Ερντογάν να δηλώνει ότι «όσο υπάρχει η Τουρκία, η Αλβανία δεν είναι μόνη»!
Να θυμίσουμε ότι ήδη οι Αλβανοί έχουν εξοπλιστεί με τουρκικά UCAV Bayraktar TB2. Και ακόμα, η Τουρκία έχει βοηθήσει στην αναδιάρθρωση του αλβανικού στρατού, έχει εκπαιδεύσει αξιωματικούς και καταδρομείς και έχει αποκτήσει δικαίωμα ελλιμενισμού πολεμικών πλοίων της στη βάση της Αυλώνας.
«Το τράβηγμα του αυτιού» του Ράμα από τον Ερντογάν δεν πρέπει να περάσει en passant! Όσο και αν υπάρχει δόση υπερβολής στις πληροφορίες που έρχονται από τα μέσα ενημέρωσης της Τουρκίας για το τι διημείφθη στην τηλεφωνική επικοινωνία των δύο, η βάση του ζητήματος δεν αλλάζει: Η Τουρκία εφαρμόζει κατά γράμμα το νέο-οθωμανικό δόγμα της για επέκταση και στα Βαλκάνια! Και η εφαρμογή αυτού του δόγματος μπορεί να απεικονιστεί στον «χάρτη της Τουρκίας του 21ου αιώνα» που δημοσιοποιήθηκε στη γείτονα και δείχνει τη Boσνία, την Αλβανία, τμήματα της Συρίας και του Ιράν ως εδάφη της Τουρκίας.
Ακραίες υπερβολές φανατικών θα πουν κάποιοι… Θα τους θυμίσω ότι ακραία υπερβολή φανατικών ήταν και πριν από χρόνια η θεωρία της «Γαλάζιας Πατρίδας», αλλά σήμερα είναι κεντρική γραμμή της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας!