Ενώ το ημερολόγιο δείχνει Ιούλιο και η Γαλλική Εθνοσυνέλευση βρίσκεται σε θερινή
ανάπαυλα, ο δημόσιος διάλογος έχει φουντώσει γύρω από έναν προϋπολογισμό που ακόμη δεν έχει κατατεθεί. Ο προϋπολογισμός του 2026 αναμένεται να ψηφιστεί τον Οκτώβριο, όμως ήδη από τώρα έχει διχάσει την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα.

Ο λόγος είναι απλός: για πρώτη φορά από την εποχή των μεγάλων κοινωνικών περικοπών της δεκαετίας του 1990, μια γαλλική κυβέρνηση προτείνει τόσο δραστικά μέτρα λιτότητας με σκοπό τη μείωση του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. 

Οικονομία στο κόκκινο

Μετά από 25 χρόνια αδυναμίας των γαλλικών κυβερνήσεων να βάλουν τάξη στα δημόσια οικονομικά, ήρθε η ώρα της αλήθειας για την 2η οικονομία της ευρωζώνης. Το χρέος έχει εκτοξευτεί σχεδόν στο 115% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 3,3 τρισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2024 έφτασε το 5,8%, υπερβαίνοντας κατά πολύ το ευρωπαϊκό όριο του 3%. Η εξυπηρέτηση του χρέους κοστίζει πλέον περίπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ποσό υψηλότερο από τη δαπάνη για την εκπαίδευση, το μεγαλύτερο κονδύλι του γαλλικού δημοσίου.

Ο Πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού, διορισμένος από τον Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, παρουσίασε τις προηγούμενες ημέρες ένα προσχέδιο ριζικών περικοπών, με συνολική εξοικονόμηση 44 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη τετραετία. Η ψηφοφορία αναμένεται να γίνει το φθινόπωρο, το οποίο προβλέπεται πιο « θερμό » και από το καλοκαίρι.

Τα μέτρα που διχάζουν

Τα κυριότερα μέτρα του προσχεδίου είναι:

-Κατάργηση δύο επίσημων αργιών με αναμενόμενη εξοικονόμηση 4,2 δισ. ευρώ τον χρόνο. Όλα δείχνουν πως στο στόχαστρο βρίσκονται η Δευτέρα του Πάσχα και η 8η Μαΐου, ημέρα της νίκης κατά του ναζισμού. Η επιλογή των συγκεκριμένων ημερομηνιών δεν είναι τυχαία. Ο Πρωθυπουργός Μπαϊρού, μολονότι γνωστός για την καθολική του πίστη, υποστηρίζει ότι η Δευτέρα του Πάσχα δεν έχει θεολογική βαρύτητα και υπενθυμίζει ότι η Γαλλία είναι ένα κοσμικό κράτος. Άλλωστε, οι σχολικές διακοπές δεν συμπίπτουν πάντα με το Πάσχα και επισήμως αποκαλούνται «διακοπές της άνοιξης». Όσον αφορά την 8η Μαΐου, η ημερομηνία
καθιερώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να τιμηθεί η αντιστασιακή δράση των Γάλλων. Καταργήθηκε το 1959 από τον στρατηγό Ντε Γκωλ και επανήλθε το 1981, επί προεδρίας Μιτεράν, στο πλαίσιο μιας πολιτικής εθνικής υπερηφάνειας που επιδίωκε να προβάλει την Αντίσταση και να επισκιάσει το ενοχικό παρελθόν του δωσιλογισμού. Σήμερα, για πολλούς θεωρείται ξεπερασμένη, ιδίως από τη στιγμή που ο μήνας Μάιος περιλαμβάνει ήδη την Πρωτομαγιά ως θεσμοθετημένη αργία. Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως το κόστος σε εργατοώρες είναι τεράστιο και ότι η κατάργηση δυο ημερών θα έχει σαφές αναπτυξιακό όφελος.

-Πάγωμα των μισθών του δημοσίου, των συντάξεων και των κοινωνικών επιδομάτων, χωρίς καμία αναπροσαρμογή στον πληθωρισμό.

-Μείωση των προσλήψεων στο δημόσιο, αντικαθιστώντας μόνο το 1/3 όσων αποχωρούν λόγω συνταξιοδότησης. Υπολογίζεται ότι θα περικοπούν 3.000 θέσεις το 2026.

-Περικοπές στις δαπάνες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας ύψους 5 δισ. ευρώ, σε μια
προσπάθεια να περιοριστεί
το διογκούμενο έλλειμμα του ασφαλιστικού συστήματος. Το συνολικό έλλειμμα του Ταμείου Κοινωνικής Ασφάλισης και του Ταμείου Αλληλεγγύης (FSV) για το 2024 ανήλθε στα 15,3 δισ. ευρώ, επιβεβαιώνοντας τη δομική ανισορροπία ενός συστήματος που εδώ και δεκαετίες λειτουργεί οριακά. Η «τρύπα του Ταμείου», το γνωστό «trou de la Sécu», δεν είναι καινούργια. Το ασφαλιστικό βρίσκεται σε ελλειμματική τροχιά από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ενώ από το 2002 και μετά το έλλειμμα εκτοξεύτηκε, ιδιαίτερα εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, της γήρανσης του πληθυσμού και της ανισορροπίας μεταξύ εισφορών και παροχών. Αν και στο παρελθόν έγιναν κάποιες
προσπάθειες εξυγίανσης, καμία κυβέρνηση δεν τόλμησε να προχωρήσει σε βαθιές τομές, αφήνοντας το Ταμείο να βυθίζεται σταδιακά στα ελλείμματα και θέτοντας σοβαρά ερωτήματα για τη βιωσιμότητά του στο μέλλον. Καμπανάκι και για την ανεξέλεγκτη κατανάλωση φαρμάκων αλλά και για την αλματώδη αύξηση των αναρρωτικών αδειών, που τα τελευταία χρόνια κοστίζουν στο γαλλικό κράτος 17 δισ. ευρώ ετησίως. Οι αναρρωτικές άδειες βρίσκονται σε διαρκή άνοδο, με μέσο όρο 19 ημέρες τον χρόνο ανά εργαζόμενο.

ύξηση στη φορολογία των υψηλών εισοδημάτων και των χρηματοοικονομικών
συναλλαγών.
Η επιλογή δεν είναι νέα. Από το 1981 και μετά, κάθε φορά που η χώρα
βρισκόταν σε δύσκολη δημοσιονομική θέση, οι εκάστοτε κυβερνήσεις κατέφευγαν
συστηματικά στη φορολογική πίεση των υψηλόμισθων. Πρόκειται για μια τακτική πολιτικά ασφαλή αλλά οικονομικά οριακή, καθώς οι φορολογούμενοι αυτής της κατηγορίας είναι σχετικά λίγοι, ευέλικτοι και συχνά σε θέση να μεταφέρουν κεφάλαια ή δραστηριότητες εκτός χώρας. Η κυβέρνηση ελπίζει ωστόσο πως η ενίσχυση της φορολογικής δικαιοσύνης θα εξασφαλίσει την αναγκαία κοινωνική αποδοχή για τις υπόλοιπες περικοπές.

Η κοινωνία αντιδρά

Τα μέτρα έχουν προφανώς προκαλέσει αντιδράσεις, κυρίως η κατάργηση των δυο αργιών, όχι μόνο για τον οικονομικό του αντίκτυπο αλλά κυρίως για τον συμβολισμό του.

Οι Γάλλοι έχουν μάθει να ζουν με ένα σύστημα κοινωνικών δικαιωμάτων που θεωρούν κεκτημένο: 33 με 36 ημέρες άδειας τον χρόνο, εβδομάδα 35 ωρών, γενναιόδωρα επιδόματα ανεργίας και στέγασης, κρατική φροντίδα υγείας που καλύπτει σχεδόν τα πάντα, άδειες μητρότητας και πατρότητας, συντάξεις από τα 64 ή και νωρίτερα για ειδικά επαγγέλματα. Το πρόβλημα είναι πως αυτό το μοντέλο, όσο ελκυστικό κι αν μοιάζει, δεν είναι πια βιώσιμο.

Το χρέος αυξάνεται, το έλλειμμα διευρύνεται και οι ανάγκες της οικονομίας δεν συμφωνούν πάντα με τις προσδοκίες της κοινωνίας. Η πρόκληση για την κυβέρνηση είναι να εξηγήσει ότι δεν πρόκειται για επίθεση στα δικαιώματα αλλά για προσπάθεια εξορθολογισμού. Η πρόκληση για τους πολίτες είναι να αποδεχθούν ότι κάποιες προσαρμογές είναι αναγκαίες. Γιατί όσο κι αν όλοι θέλουν να κρατήσουν τα κεκτημένα, δε μπορείς να συντηρείς για πάντα ένα σύστημα που κοστίζει περισσότερο απ’ όσο αντέχεις.

Το ερώτημα παραμένει: πώς αλλάζεις συνήθειες που έχουν γίνει τρόπος ζωής;
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ετοιμάζουν κινητοποιήσεις για τον Σεπτέμβριο ενώ ήδη το μέτρο συγκρίνεται με το κύμα οργής που είχε προκαλέσει η μεταρρύθμιση του
συνταξιοδοτικού το 2023, όταν αυξήθηκε το όριο ηλικίας από τα 62 στα 64 έτη.

Το πολιτικό παιχνίδι

Η κυβέρνηση του Φρανσουά Μπαϊρού προσπαθεί να διασφαλίσει την απαραίτητη
κοινοβουλευτική στήριξη, γνωρίζοντας πως δεν διαθέτει απόλυτο έλεγχο της
Εθνοσυνέλευσης. Η ψήφιση του προϋπολογισμού τον Οκτώβριο θα αποτελέσει πολιτικό τεστ ισορροπιών, σε μια συγκυρία στην οποία οι συμμαχίες βρίσκονται ακόμη υπό διαμόρφωση. Η Μαρίν Λε Πεν και το πατριωτικό Rassemblement National (Εθνική Συσπείρωση), το οποίο διαθέτει μαζί με τους συμμάχους του 126 έδρες επί συνόλου 577, δηλαδή την πολυπληθέστερη κοινοβουλευτική ομάδα, έχουν ήδη απειλήσει με πρόταση μομφής, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι πλήττει τα λαϊκά στρώματα, τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους.

Ο Πρωθυπουργός έχει επίγνωση του κινδύνου και θα επιχειρήσει μέχρι τον Οκτώβριο να αποτρέψει τη Λε Πεν από το να στηρίξει μια πιθανή πρόταση μομφής της Αριστεράς, η οποία αναμένεται να κατατεθεί. Χωρίς τη σύμπραξη της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της πατριωτικής Δεξιάς, καμία πρόταση μομφής δεν συγκεντρώνει την απαιτούμενη πλειοψηφία και κατά συνέπεια δεν μπορεί να ανατρέψει την κυβέρνηση.

Η Μαρίν Λε Πεν καλείται να σταθμίσει προσεκτικά τις επόμενες κινήσεις της. Το
Rassemblement National προηγείται στις δημοσκοπήσεις ενώ το 2026 διεξάγονται οι
δημοτικές εκλογές και το 2027 οι καθοριστικές προεδρικές. Είτε με την ίδια υποψήφια, είτε με τον Ζορντάν Μπαρντελά (σε περίπτωση που η Λε Πεν αντιμετωπίσει δικαστικές εμπλοκές), το κόμμα δεν έχει περιθώριο για στρατηγικά λάθη
. Ή θα επιλέξει την όξυνση και τη μετωπική αντιπαράθεση, θέλοντας να εμφανιστεί ως υπερασπιστής της μεσαίας και λαϊκής τάξης ή θα υιοθετήσει έναν πιο θεσμικό ρόλο, επιδιώκοντας προσαρμογές στα μέτρα του Μπαϊρού και παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως δύναμη πολιτικού ρεαλισμού και κυβερνησιμότητας.

Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, στο οποίο συμμετέχουν η Ανυπότακτη Γαλλία του Ζαν-Λυκ
Μελανσόν, οι Σοσιαλιστές, οι Πράσινοι και το Κομμουνιστικό Κόμμα ετοιμάζει κοινή γραμμή αντίστασης, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση ότι εφαρμόζει πολιτική «σκληρής λιτότητας» που θυμίζει την Ελλάδα του 2011. Η σύγκριση όμως δύσκολα στέκει. Αν γνώριζαν τι πραγματικά σήμαινε η ελληνική λιτότητα, θα δίσταζαν να την επικαλεστούν.

Ραγδαία αύξηση φόρων, κατακόρυφη μείωση μισθών, ανεργία πάνω από 25% και κοινωνική κατάρρευση δεν έχουν καμία σχέση με τη σημερινή κατάσταση στη Γαλλία. Ωστόσο, η αριστερή ρητορική επιδιώκει να ενισχύσει τη δυναμική της στο κοινωνικό πεδίο ενόψει του δύσκολου φθινοπώρου.

Ορισμένοι κεντρώοι και Ρεπουμπλικανοί βουλευτές ζητούν επαναδιαπραγμάτευση
ορισμένων μέτρων, προτείνοντας συμβιβαστικές λύσεις αντί για μετωπική σύγκρουση.

Η Γαλλία σε σταυροδρόμι

Η συζήτηση για τον προϋπολογισμό ξεκινά νωρίτερα από ποτέ. Δεν είναι μόνο τεχνικός ο λόγος, είναι και πολιτικός. Ο Μπαϊρού επιδιώκει να επιβάλει τον τόνο της σοβαρότητας, πριν αναγκαστεί να κυβερνήσει με διατάγματα ή να προσφύγει σε ψήφο εμπιστοσύνης. Η Γαλλία βρίσκεται ενώπιον μιας σκληρής πραγματικότητας: τα ελλείμματα δεν είναι πλέον «λεπτομέρειες για λογιστές» αλλά απειλή για την ίδια τη βιωσιμότητα του κράτους πρόνοιας.

Η φράση του Μπαϊρού «τώρα ή ποτέ» αποτυπώνει το κρίσιμο δίλημμα. Η χώρα καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε επώδυνες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ή στη συνέχιση του δανεισμού με αυξανόμενα επιτόκια, με κίνδυνο χρηματοπιστωτικής ασφυξίας.

Όποιο αποτέλεσμα κι αν προκύψει τον Οκτώβριο, η κοινωνική συνοχή θα δοκιμαστεί σκληρά. Ο προϋπολογισμός του 2026 δεν είναι απλώς αριθμοί. Είναι η αντανάκλαση μιας βαθιάς πολιτικής και κοινωνικής κρίσης που πυροδοτεί αλλαγές. Μπορεί να σηματοδοτήσει την αρχή μιας νέας πολιτικής εποχής με επιπτώσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Η Γαλλία παράγει σχεδόν το ένα έκτο του συνολικού πλούτου της ευρωζώνης (σχεδόν το 17% του ΑΕΠ). Η οικονομική της σταθερότητα είναι ζωτικής σημασίας για τη συνοχή και την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αλίμονό μας αν καταρρεύσει η χώρα του Διαφωτισμού και της ευρωπαϊκής ενοποίησης…