Ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης, Κυριάκος Βελόπουλος εμφανίστηκε ξανά στη Βουλή με το γνώριμο ύφος του τηλεπωλητή «πατριωτισμού», επιδιώκοντας εντυπώσεις αντί ουσίας και επενδύοντας ακόμα μία φορά στον λαϊκισμό. Επικαλέστηκε μέχρι και τον Θουκυδίδη για να δικαιολογήσει τη ρωσική εισβολή και να παρουσιάσει τη ρητορική του ως «ρεαλισμό», νομιμοποιώντας την ίδια στιγμή την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο, αποκαλύπτοντας απλώς ότι αγνοεί την ίδια τη λογική του διεθνούς δικαίου. Με ευκολία βάφτισε την αδυναμία του ανάλυση, αναπαράγοντας συνθήματα που περισσότερο θυμίζουν μικροκομματική προκήρυξη παρά σοβαρή πολιτική θέση.
Η επίθεση του προς τον πρωθυπουργό ήταν άδεια περιεχομένου. Όταν η κυβέρνηση χτίζει σχέσεις εμπιστοσύνης με τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και την Ε.Ε., ο Βελόπουλος επιμένει να βλέπει «προδοσίες» και «ενδοτισμούς». Μιλά για «εθνική κυριαρχία» ενώ δεν έχει προτείνει ούτε μία ρεαλιστική πολιτική πρόταση. Η χώρα έχει ισχυροποιήσει τη θέση της στη Μεσόγειο, έχει προσελκύσει επενδύσεις και έχει μετατραπεί σε ενεργειακό κόμβο. Ο Βελόπουλος, όμως, παραμένει εγκλωβισμένος σε μια εποχή όπου η πολιτική ασκούνταν με συνθήματα και φωνές.
Το ίδιο και στο θέμα των εξοπλισμών: υποτιμά την αμυντική αναβάθμιση, επειδή δεν φέρει τη «σφραγίδα» του. Την ώρα που η κυβέρνηση θωρακίζει τη χώρα με διεθνείς συμφωνίες και σύγχρονα μέσα, εκείνος μετράει τα χιλιόμετρα των τουρκικών ψαρόβαρκων, σαν να πρόκειται για εκπομπή περιπέτειας. Ο πατριωτισμός δεν είναι κραυγή στα έδρανα· είναι συνέπεια, στρατηγική και σοβαρότητα — όλα όσα ο Βελόπουλος δεν διαθέτει.
Τελικά, κάθε του εμφάνιση στη Βουλή μοιάζει με παράσταση για το εσωκομματικό του κοινό, χωρίς πολιτικό βάρος και χωρίς προοπτική. Ο Βελόπουλος δεν αντιπολιτεύεται, απλώς σχολιάζει. Και όσο η κυβέρνηση συνεχίζει να φέρνει αποτελέσματα στην εξωτερική πολιτική και την άμυνα, τόσο εκείνος θα περιορίζεται στον ρόλο του φωνακλά σχολιαστή που βλέπει προδοσία παντού — εκτός από τον ίδιο του τον λόγο.