Ο Κυριάκος Βελόπουλος επέλεξε για ακόμη μία φορά να μετατρέψει μια σοβαρή κυβερνητική πρωτοβουλία σε ευκαιρία φθηνού λαϊκισμού. Ενώ η κυβέρνηση παρουσιάζει ένα συγκροτημένο σχέδιο για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας με ρεαλιστικά μέτρα και έργα υποδομής, ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης ανακαλύπτει «ανικανότητα» και «σπατάλη» εκεί όπου υπάρχει ορθολογικός σχεδιασμός. Η αναφορά του σε «αποταμιευτήρες νερού» και «άφραγκους τουρίστες με βραχιολάκια» θα μπορούσε να είναι απλώς γραφική, αν δεν εξέφραζε μια πολιτική νοοτροπία που επενδύει στη διαστρέβλωση και την παραπλάνηση.
Ο κ. Βελόπουλος επιτίθεται στην «βαριά βιομηχανία» της χώρας, τον τουρισμό, υπονοώντας ότι η ανάπτυξη αυτού του τομέα αποτελεί… απειλή για το νερό. Με αυτόν τον τρόπο, υπονομεύει όχι την κυβέρνηση, αλλά την ίδια την εθνική οικονομία, τη στιγμή που ο ελληνικός τουρισμός αποτελεί παγκόσμιο πρότυπο επιτυχίας. Αντί να προτείνει λύσεις ή να στηρίξει επενδύσεις σε βιώσιμες υποδομές, επιλέγει να κλείνει το μάτι στο θυμικό και στον φόβο, αναπαράγοντας μια ρητορική απομονωτισμού.
Η δήθεν «ευαισθησία» του για τα δημόσια αγαθά αποδεικνύεται προσχηματική. Όταν ο πρωθυπουργός δεσμεύεται ρητά πως το νερό παραμένει δημόσιο αγαθό, ο Βελόπουλος μιλά για «μέντορες» και «ιδιωτικοποιήσεις», χωρίς κανένα τεκμήριο, απλώς για να συντηρεί το αφήγημα του «αντισυστημικού». Πρόκειται για τη γνωστή συνταγή του δημαγωγού: κινδυνολογία, υπερβολή, και στο τέλος… μηδέν προτάσεις.
Η πολιτική του Βελόπουλου δεν παράγει ούτε λύσεις ούτε σοβαρό διάλογο. Παράγει μόνο σύγχυση και θόρυβο, την ώρα που η χώρα χρειάζεται σχέδιο, υπευθυνότητα και πίστη στην πρόοδο. Ο λαϊκισμός του, ντυμένος με ψευδοπατριωτικό μανδύα, προσπαθεί να σπείρει καχυποψία εκεί όπου υπάρχει έργο. Κι όμως, όσο κι αν φωνάζει, η κοινωνία αναγνωρίζει ποιος δουλεύει και ποιος απλώς φωνασκεί.
 
                             
                                    
                                
 
                                     
                     
             
         
                 
                