Ο Κυριάκος Βελόπουλος συνεχίζει να επενδύει στον πιο ακραίο και επιθετικό λόγο της πολιτικής σκηνής, μετατρέποντας κάθε δημόσια τοποθέτησή του σε ένα λαϊκιστικό μονόλογο που στοχεύει περισσότερο στο χειροκρότημα του θυμού παρά στην πειθώ της λογικής. Από τα «μαϊμού βίντεο» των Τεμπών μέχρι τις φανταχτερές καταγγελίες για το ΟΠΕΚΕΠΕ και τα βοσκοτόπια, ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης χτίζει ένα αφήγημα γεμάτο κατηγορίες, υπερβολές και συνωμοσιολογική διάθεση. Ο λόγος του θυμίζει περισσότερο τηλεοπτικό σόου παρά πολιτική επιχειρηματολογία - ένα μείγμα καταγγελίας και αυτοεπιβεβαίωσης, που στηρίζεται στο θυμικό και όχι στα στοιχεία.
Η στρατηγική του Βελόπουλου είναι ξεκάθαρη: να παρουσιαστεί ως ο μοναδικός «αντισυστημικός» που αποκαλύπτει τις υποτιθέμενες αλήθειες που «οι άλλοι κρύβουν». Όμως το περιεχόμενο των δηλώσεών του αποδεικνύει το αντίθετο. Η συνεχής χρήση εκφράσεων όπως «απλά ντροπή σε όλους» και «έγκλημα του ΟΠΕΚΕΠΕ» δείχνει έναν πολιτικό που επιλέγει τη φτηνή καταγγελία αντί της ουσιαστικής ανάλυσης. Αντί να προτείνει λύσεις ή να θέτει σοβαρά ερωτήματα, αναλώνεται σε γενικεύσεις και λεκτικές επιθέσεις που υποτιμούν τη νοημοσύνη του ακροατή. Πρόκειται για την κλασική συνταγή του λαϊκισμού: δημιουργία αγανάκτησης χωρίς πρόταση διεξόδου.
Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί για τον πρωτογενή τομέα. Η δραματοποίηση φτάνει στο απόγειο όταν μιλά για «δολοφονία του πρωτογενούς τομέα» και «Γαλάζιες ακρίδες». Οι φράσεις αυτές λειτουργούν σαν επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, εντυπωσιάζουν στιγμιαία, αλλά εξαφανίζονται όταν ζητηθούν αποδείξεις. Ο Βελόπουλος δεν κάνει πολιτική· κάνει παράσταση. Μετατρέπει την πραγματική ανησυχία των αγροτών και των κτηνοτρόφων σε εργαλείο για να εκτονώσει τη ρητορική του οργή, αποδεικνύοντας ότι ο λαϊκισμός δεν έχει όρια όταν ο σκοπός είναι η προσωπική προβολή.
Η κορύφωση της ρητορικής του έρχεται με τη στοχοποίηση του πρωθυπουργού και της ΝΔ, μέσα από τον παράλογο συνδυασμό πανδημίας και πολιτικού διχασμού. Ο Βελόπουλος δεν επιχειρεί να πείσει· επιδιώκει να προκαλέσει. Ο χαρακτηρισμός «υπερμεταδότης διχασμού» δεν είναι πολιτική κριτική - είναι μια φτηνή επιθετική φράση που φανερώνει την αγωνία του να παραμείνει στο προσκήνιο. Ο λαϊκισμός του δεν βασίζεται σε επιχειρήματα, αλλά σε θυμό, φόβο και εντυπωσιοθηρία. Στο τέλος, ο μόνος που πείθει είναι ο ίδιος τον εαυτό του. Γιατί όταν η πολιτική γίνεται θέαμα, η σοβαρότητα αποχωρεί και μένει μόνο ο θόρυβος - ο θόρυβος του λαϊκισμού που προσπαθεί απεγνωσμένα να ακουστεί.
