Από τα μικρά τηλεοπτικά στούντιο της Θεσσαλονίκης μέχρι τα έδρανα της Βουλής, η διαδρομή του Κυριάκου Βελόπουλου θυμίζει εκείνη ενός ανθρώπου που είχε ως μόνο στόχο να μείνει στο προσκήνιο, με οποιοδήποτε κόστος. Είτε μέσω του γνωστού του λαϊκισμού (ξυλόλια κ.λπ.) είτε μέσω επιστολόχαρτων του Ιησού και κηραλοιφών, ο νυν πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης κατάφερε να μετατρέψει την τηλεοπτική του περσόνα σε πολιτικό κεφάλαιο.
Μεθοδικά και με ένστικτο αυτοπροβολής, αξιοποίησε κάθε μέσο επικοινωνίας για να χτίσει γύρω από το όνομά του ένα αφήγημα «αντισυστημικού πατριώτη» που μιλά απευθείας στον «ξεχασμένο Έλληνα». Με όπλο τον τηλεοπτικό φακό, καλλιέργησε το προφίλ του ανθρώπου που «λέει τα πράγματα με το όνομά τους» και υπόσχεται λύσεις απλές, συγκινησιακές και ενίοτε θαυματουργές.
Το ίδιο μείγμα τηλεοπτικού ζήλου και εθνικού στόμφου που τον καθιέρωσε ως τηλεπρόσωπο υπήρξε και το εισιτήριο για την είσοδό του στην πολιτική. Στην πραγματικότητα, ο Βελόπουλος δεν άλλαξε ύφος όταν μπήκε στη Βουλή, άλλαξε απλώς πλατό. Από τις εκπομπές με τα «θαυματουργά προϊόντα» και τα «ανέκδοτα χειρόγραφα» πέρασε στα κοινοβουλευτικά έδρανα, μεταφέροντας μαζί του τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο τόνο και τον ίδιο τρόπο πειθούς.
Η πρώτη πολιτική του απόπειρα έγινε μέσα από τη Νεολαία ΠΑΣΟΚ, στην οποία συμμετείχε για μικρό διάστημα προτού αποχωρήσει. Η συνέχεια τον βρήκε πιο κοντά στο συντηρητικό φάσμα, σε εποχές που οι «πατριωτικοί τόνοι» έβρισκαν απήχηση. Η γνωριμία του με τον Γιώργο Καρατζαφέρη αποδείχθηκε καθοριστική: ο ΛΑΟΣ αποτέλεσε το όχημα που τον έφερε στη Βουλή, εκλεγμένο βουλευτή Β' Θεσσαλονίκης το 2007 και το 2009. Στην περίοδο αυτή ανέδειξε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας, στηρίζοντας ωστόσο και τις κρίσιμες αποφάσεις της εποχής, όπως το πρώτο μνημόνιο και τη συγκυβέρνηση Παπαδήμου.
Μάλιστα, νωρίτερα –αν και ο ίδιος έχει αρνηθεί ότι υπήρξε μέλος ή υποψήφιος της Νέας Δημοκρατίας, επιχειρώντας να διαγράψει κάθε σύνδεση με τον χώρο της παραδοσιακής Δεξιάς– υπήρξε υποψήφιος με τη «γαλάζια» παράταξη. Το 1996, στις εσωκομματικές διαδικασίες της ΝΔ στην Πέλλα, το όνομά του φιγουράριζε κανονικά ανάμεσα στους υποψήφιους για το χρίσμα του βουλευτή, συγκεντρώνοντας μάλιστα 152 σταυρούς προτίμησης. Μαζί του βρίσκονταν γνωστά στελέχη της εποχής, όπως οι Γκλαβάκης, Καρασμάνης και Παναγιωτίδης.
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική του μετατόπιση δεν άργησε να έρθει. Το 2012 αποχώρησε από τον ΛΑΟΣ ύστερα από έντονη προσωπική διαφωνία με τον πρόεδρο του κόμματος. Τότε ξεκίνησε μια νέα πορεία προς τη Νέα Δημοκρατία, όπου εντάχθηκε τυπικά, χωρίς όμως να προλάβει να διεκδικήσει έδρα. Η παρουσία του εκεί υπήρξε σύντομη, καθώς δεν έλειψαν οι αντιδράσεις για την προγενέστερη διαδρομή του και ορισμένα ζητήματα που είχαν απασχολήσει δημοσιογραφικά την επικαιρότητα: τη νόμιμη μεν αλλά πολιτικά δυσάρεστη μεταφορά χρημάτων στο εξωτερικό την περίοδο της κρίσης, καθώς και γνωριμίες που προκάλεσαν σχόλια. Όλα αυτά δημιούργησαν ένα περιβάλλον που τελικά οδήγησε στην απομάκρυνσή του από τα «γαλάζια» ψηφοδέλτια.
Μετά τη σύντομη εκείνη στάση, ο Βελόπουλος επέστρεψε στο γνώριμο πεδίο της τηλεόρασης. Εκεί, μέσα από δικές του εκπομπές, επανέφερε σταδιακά την πολιτική του δραστηριότητα, αυτή τη φορά ως επικεφαλής δικού του φορέα. Το 2016 ίδρυσε την Ελληνική Λύση, ένα κόμμα που συνδυάζει αναφορές στην εθνική ταυτότητα, την Ορθοδοξία και την οικονομική αυτάρκεια. Η φράση «γυρολόγος των κομμάτων» έχει ακουστεί πολλές φορές για τον Βελόπουλο, καθώς ξεκίνησε από το ΠΑΣΟΚ, πέρασε από τη ΝΔ, πήγε στο ΛΑΟΣ και μετά πάλι στη Νέα Δημοκρατία, για να καταλήξει αρχηγός του δικού του κόμματος. Ο ίδιος απαντά πως δεν αλλάζει ιδέες, αλλά πολιτικά μέσα για να τις υπηρετήσει. Το βέβαιο είναι ότι η πολιτική του διαδρομή αντικατοπτρίζει μια εποχή όπου η τηλεόραση, η προσωπική εικόνα και η άμεση επικοινωνία με το κοινό μπορούν να υποκαταστήσουν την παραδοσιακή κομματική οργάνωση.
Ο Κυριάκος Βελόπουλος κατάφερε οπορτουνιστικά να οικοδομήσει ένα λαϊκίστικο προφίλ και να προσελκύσει ένα ιδιαίτερα ετερόκλητο ακροατήριο. Ίσως γι’ αυτό, ενώ πολλοί θυμούνται τις αλλεπάλληλες πολιτικές του στάσεις, εκείνος προτιμά να προχωρά χωρίς να κοιτάζει πίσω – κι αν αυτό τον κάνει «ξεχασιάρη» είναι γιατί στην πολιτική, όπως και στην τηλεόραση, (δυστυχώς) η μνήμη του κοινού σπάνια κρατά για πολύ.