Ο Κυριάκος Βελόπουλος συνεχίζει να επιδίδεται στο αγαπημένο του σπορ: την εκμετάλλευση κάθε εθνικού ή κοινωνικού ζητήματος για μικροπολιτικά οφέλη. Με αφορμή τις δηλώσεις του για τον Χακάν Φιντάν, ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης εμφανίζεται ως δήθεν υπερασπιστής των εθνικών μας συμφερόντων, ενώ στην πράξη εργαλειοποιεί την εξωτερική πολιτική για φθηνή αντιπολίτευση. Εκεί όπου η χώρα χρειάζεται σταθερότητα και σοβαρότητα, ο Βελόπουλος βλέπει ευκαιρία για φωνές, συνθήματα και κατηγορίες περί «νομιμοποίησης της Τουρκίας». Ο ίδιος όμως ξεχνά ότι με τη στάση του υπέρ της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, έδειξε πώς αντιλαμβάνεται την έννοια της κυριαρχίας: επιλεκτικά και κατά το δοκούν.
Στο εσωτερικό μέτωπο, ο Βελόπουλος επιχειρεί να πουλήσει «αντισυστημική ευαισθησία» μέσα από παραληρήματα περί ακρίβειας και «φτωχών Ελλήνων», ενώ αποσιωπά τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα που θωρακίζουν την αγορά και τους πολίτες. Η εικόνα που προβάλλει είναι αυτή του αυτόκλητου σωτήρα του λαού, ενός πολιτικού που ανακαλύπτει «σκάνδαλα» εκεί όπου δεν υπάρχουν, για να κρατά το θυμικό ζωντανό. Το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο: φτηνή ρητορική, χωρίς καμία πρόταση ουσίας.
Στο θέμα του Αγνώστου Στρατιώτη, ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «διχάζει» τον λαό, όταν ο ίδιος τρέφεται πολιτικά από τον διχασμό. Κάθε του λέξη στάζει το δηλητήριο του λαϊκισμού: κατηγορίες χωρίς στοιχεία, συναισθηματική φόρτιση χωρίς επιχειρήματα, εθνικιστικές κορώνες χωρίς περιεχόμενο. Προσπαθεί να πείσει ότι εκπροσωπεί την «φωνή του λαού», την ώρα που ασελγεί πολιτικά πάνω στον πόνο των θυμάτων των Τεμπών για λίγα λεπτά δημοσιότητας.
Και τώρα, αίφνης, τον έπιασε ο πόνος για την Κύπρο. Μιλά για «παράνομες εκλογές» στα κατεχόμενα και «εγκληματική στάση» της Αθήνας, ενώ είναι ο ίδιος που έσπευσε να δικαιολογήσει την εισβολή και κατοχή μιας άλλης χώρας από τον Πούτιν. Ο «πατριώτης» Βελόπουλος καταγγέλλει την τουρκική εισβολή, αλλά ανέχεται και επικροτεί την ρωσική. Αυτή είναι η ουσία του λαϊκισμού του: υποκρισία, θόρυβος και τίποτα περισσότερο. Ένας πολιτικός που θυμάται την Κύπρο μόνο όταν εξυπηρετεί το αφήγημά του, και ξεχνά την αλήθεια όταν δεν βολεύει τη ρητορική του.