Στη μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας ελάχιστες στιγμές έχουν συγκεντρώσει τόση σύγχυση, τόσους αυτοσχεδιασμούς και τόσο πολιτικό θράσος όσο το πρώτο εξάμηνο του 2015. Ηταν η περίοδος που η διαπραγμάτευση βαφτίστηκε «περήφανη», το ευρώ δεν θεωρούνταν φετίχ και οι σχέσεις με τη Ρωσία φάνταζαν ως εναλλακτικό σχέδιο επιβίωσης, κυρίως από την πλευρά Λαφαζάνη, η οποία, όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων, είχε μάλλον πείσει και τον Αλέξη Τσίπρα. Ολα αυτά υπό το φως μιας κυβέρνησης που διαλαλούσε ότι «τα μνημόνια θα σκιστούν» και ενός δημοψηφίσματος που ερμηνεύτηκε με τον πλέον δημιουργικό –ασαφή όπως θα έλεγε και ο Γιάννης Βαρουφάκης– τρόπο.
Σύμφωνα με όσα ήρθαν στην επιφάνεια τα επόμενα χρόνια –μέσα από μαρτυρίες, βιβλία και δημόσιες τοποθετήσεις– η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είχε μόνο φλερτάρει με την ιδέα της δραχμής, αλλά είχε φτάσει στο σημείο να εξετάζει πολύ συγκεκριμένα την τεχνική υλοποίησή της. Είτε ως διαπραγματευτικό όπλο είτε ως πραγματικό σενάριο, οι κινήσεις ήταν υπαρκτές: επαφές με τη Ρωσία, αναφορές σε εθνικοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδος, σκέψεις για εναλλακτικά χρηματοδοτικά εργαλεία και, βεβαίως, η περιβόητη «γραμμή» που κατέληγε στον Βλαντίμιρ Πούτιν. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως αποκάλυψε ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, ο Αλέξης Τσίπρας διέκοψε για αρκετή ώρα το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών, ώστε ύστερα από παρότρυνση του Παναγιώτη Λαφαζάνη να μιλήσει με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, τη στιγμή μάλιστα που η χώρα βρισκόταν ένα βήμα πριν από τον γκρεμό. Άλλωστε, το σχετικό επεισόδιο –κατά πληροφορίες– έχει καταγραφεί και σε απομνημονεύματα Γάλλων δημοσιογράφων και φέρεται να μεταφέρθηκε από τον ίδιο τον Πούτιν στον Φρανσουά Ολάντ, λίγες ώρες μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου. Αντικειμενικά, πρόκειται για την πιο εντυπωσιακή αναγγελία εθνικής νομισματικής πολιτικής που έχει γίνει... με προέλευση το Κρεμλίνο.
Παράλληλα, στο εσωτερικό της κυβέρνησης διαμορφωνόταν ένα άτυπο εναλλακτικό σχέδιο. Ο τότε υπουργός, Παναγιώτης Λαφαζάνης, δεν έχει αρνηθεί ποτέ ότι θεωρούσε τη δραχμή μονόδρομο, ούτε ότι είχε εισηγηθεί ένα συγκεκριμένο πλάνο μετάβασης. Αυτό προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την υπαγωγή της Τράπεζας της Ελλάδος στον έλεγχο της κυβέρνησης μέσω νομοθετικής πράξης, την εκτύπωση εθνικού νομίσματος στο Νομισματοκοπείο και τη χρηματοδότηση της χώρας με προκαταβολή από τον υπό κατασκευή ρωσικό αγωγό φυσικού αερίου.
Η ιδέα της δραχμής δεν προερχόταν μόνο από την «εσωτερική Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ. Τροφοδοτήθηκε και από το εξωτερικό, συγκεκριμένα από το Levy Economics Institute στις ΗΠΑ, που είχε στενές σχέσεις με στελέχη της κυβέρνησης. Από εκεί προήλθε και η πρόταση για ένα ενδιάμεσο χρηματοδοτικό μέσο, το λεγόμενο Geuro: ένα παράλληλο σύστημα πληρωμών με βάση ειδικά κρατικά ομόλογα. Ενώ στο τραπέζι είχε πέσει από τον Γ. Βαρουφάκη η αντικατάσταση του νομίσματος με τα περιβόητα IOUs. «Εισηγήθηκα το IOU στην κυβέρνηση, αλλά δεν βρήκα στήριξη», παραδεχόταν ανερυθρίαστα αργότερα ο ίδιος.
Όλα αυτά, όμως, έμειναν ατελέσφορα. Ο Τσίπρας, παρότι παλαιότερα δήλωνε ότι «το ευρώ δεν είναι φετίχ», δεν προχώρησε ποτέ στην τελική ρήξη. Αντί για επιστροφή στη δραχμή, υπέγραψε νέο μνημόνιο. Αντί για οικονομική αντεπίθεση, δέχθηκε βαθύτερη εποπτεία. Αντί για πολιτική σύγκρουση, επέλεξε συνθηκολόγηση. Η διάσταση με τους Λαφαζάνηδες της εποχής ήταν αναμενόμενη.
Ο πρώην υπουργός θεωρεί ότι το σχέδιο εγκαταλείφθηκε από δειλία και πολιτικό οπορτουνισμό. Επανειλημμένα έχει δηλώσει πως υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις, διεθνείς στηρίξεις και ρεαλιστική δυνατότητα επιστροφής σε εθνικό νόμισμα. Κατά την άποψή του, η χώρα θα μπορούσε να είχε αποφύγει την επιτροπεία – και ίσως σήμερα να είχε ανασυγκροτηθεί οικονομικά με μεγαλύτερη ανεξαρτησία. Προφανώς, ακόμα και σήμερα ο Π. Λαφαζάνης δεν έχει… πειστεί ότι όλα τα παραπάνω κατέπεσαν και μάλιστα με κρότο, αφού καμία στήριξη από τη Ρωσία δεν υπήρξε.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, τα γεγονότα του 2015 θυμίζουν λιγότερο επαναστατική περίοδο και περισσότερο πολιτική φάρσα με δραματικές συνέπειες. Η επιστροφή στη δραχμή μπορεί να μην πραγματοποιήθηκε ποτέ, όμως το ενδεχόμενο συζητήθηκε με τέτοια ένταση, που άφησε βαθύ αποτύπωμα στην πολιτική μνήμη της χώρας. Από τη Μόσχα ως τη Βενεζουέλα και από το Νομισματοκοπείο στο Eurogroup, το φάσμα της δραχμής στοιχειώνει ακόμη τη δημόσια συζήτηση, όχι ως απειλή ή ελπίδα, αλλά ως υπενθύμιση ενός επικίνδυνου αυτοσχεδιασμού.