Όσοι μελετούν την ιστορία της Μεταπολίτευσης σίγουρα στέκονται στην πρώτη αριστερή κυβέρνηση, την οποία σχημάτισε ο ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα, που με τις πλάτες των Ανεξάρτητων Ελλήνων του Πάνου Καμμένου, θυσίασε την ιδεολογική του καθαρότητα προκειμένου να παραμείνει όσο το δυνατόν περισσότερο στην εξουσία.

Λειτουργώντας ως ακραιφνώς «οπορτουνιστικό κόμμα», ο ΣΥΡΙΖΑ λεηλάτησε πολιτικά τους ΑΝΕΛ, πρώτα αποσπώντας βουλευτές που συνέχισαν να στηρίζουν την τότε κυβερνητική πλειοψηφία και στη συνέχεια, προσφέροντάς τους θέσεις στα ψηφοδέλτια, υποχρέωσε τον κ. Καμμένο σε μια ταπεινωτική εκλογική αποτυχία, ωθώντας τον ουσιαστικά σε πρόωρη πολιτική αποστρατεία.

Για να κατανοήσει κανείς ακόμα περισσότερο το μέγεθος της παραδοξότητας του «αριστερού κόμματος» -όπως διακηρύσσει ότι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-, δεν έχει παρά να δει την θετική αποτίμηση που κάνουν σε αυτήν τη συνεργασία τα κορυφαία στελέχη του κόμματος.

Για παράδειγμα, ο Χρήστος Σπίρτζης είχε δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι «δεν ήταν λάθος» η συμμαχία με τους ΑΝΕΛ, ενώ ο τότε βουλευτής Τρικάλων, Σάκης Παπαδόπουλος, περιόριζε τα προβλήματα μόνο στην περίοδο μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, υποστηρίζοντας ότι ήταν λάθος ο ΣΥΡΙΖΑ να διατηρεί υπουργό Αμυνας τον Πάνο Καμμένο, ο οποίος έπαιρνε πρωτοβουλίες που ήταν σε αντίθετη κατεύθυνση με την πολιτική της πλειοψηφίας.

Σιωπηρή αποδοχή

Εξάλλου είναι χαρακτηριστικό ότι όταν μετά τα εκλογικά αποτελέσματα του Ιανουαρίου του 2015 ανακοινώθηκε η κυβερνητική συνεργασία τους, δεν είχαν υπάρξει μεγάλες αντιδράσεις από την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ (συγκριτικά περισσότερες ήταν οι επιφυλάξεις που εκφράστηκαν για την τοποθέτηση του Γιάνη Βαρουφάκη στην θέση του υπουργού Οικονομικών). Και αυτό είναι που οδηγεί πολλούς αναλυτές να εκτιμούν ότι η κατάληψη της εξουσίας ήταν ο σκοπός που «αγίασε τα πάντα».

Όμως ούτε και στη διάρκεια της κυβερνητικής περιόδου, μέχρι τη διαφωνία σχετικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών και το ακολουθούμενο διαζύγιο, είχαν υπάρξει μεγάλες αντιδράσεις. Ακόμη και οι «λαλίστατες» αριστερές εσωκομματικές τάσεις, που θα περίμενε κανείς να επαναστατούν καθημερινά κατά της συνεργασίας με ένα μικρό δεξιό κόμμα, την αποδέχονταν, θέτοντας μόνο ζητήματα φυσιογνωμίας.

Έλεγαν χαρακτηριστικά οι +53, το 2018: «Η υποχρεωτική και σε ορισμένες περιπτώσεις οδυνηρή συμμαχία με τους ΑΝΕΛ –και όσο αυτή θα διαρκέσει– δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για υπαναχωρήσεις σε κρίσιμα για τη φυσιογνωμία μας ζητήματα».

Είναι κοινό μυστικό ότι για τους τότε πρωταγωνιστές, ο συνολικός απολογισμός της συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θεωρείται απολύτως πετυχημένος. Και αυτό γιατί: «Η παραμονή στην Ευρώπη και στο ευρώ με ταυτόχρονη έξοδο από το μνημόνιο, η διαγραφή ή, τουλάχιστον, η ευνοϊκή για τη χώρα ρύθμιση του χρέους, η συστηματική προσπάθεια να καταπολεμηθεί η λιτότητα, να προστατευθεί η εργασία, να ενισχυθεί το κοινωνικό κράτος και να παταχθεί η πολυεπίπεδη διαπλοκή και διαφθορά, όπως και η φοροδιαφυγή ή η εισφοροδιαφυγή, αποτέλεσαν για τις τότε περιστάσεις επαρκή τέτοια βάση».

Μαζί μέχρι τέλους

Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι η διαφωνία στη Συμφωνία των Πρεσπών εμφανίζεται ως η μόνη πραγματική απόκλιση ανάμεσά τους και η όποια αυτοκριτική είναι ως προς το γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ προτίμησε να συνεχίσει να συνεργάζεται με τον Πάνο Καμμένο, ακόμη και όταν είχε πάρει σαφώς απορριπτική θέση.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της κυβερνητικής συμπόρευσης κανείς δεν διαφωνούσε για σειρά θεμάτων πολιτικής που καμία σχέση δεν έχουν με την Αριστερά. Πολλοί θυμούνται ακόμα την τελετή κατάθεσης στεφάνου στους… Σαλαμινομάχους ή η απόπειρα πώλησης όπλων στη Σαουδική Αραβία με πιθανό προορισμό τον εμφύλιο στην Υεμένη, ενώ παγκόσμιο παράδοξο ήταν ο αριθμός των κυβερνητικών στελεχών που προέρχονταν από τους ΑΝΕΛ, παρά το πολιτικό μέγεθος του κόμματος.

Κάπως έτσι, όταν οι διάφοροι συνεπείς αριστεροί ερωτώνται για τους λόγους συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ προτάσσουν τη διάκριση «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», με όσους διαδήλωναν κατά των μνημονίων να χαρακτηρίζονται ευπρόσδεκτοι προκειμένου να συνεχιστεί η «κατάληψη» της εξουσίας.

Σήμερα, δέκα χρόνια μετά την «πρώτη φορά αριστερά», η πολιτική αποτίμηση θα πρέπει να γίνει με ιστορικούς όρους, με τον Αλέξη Τσίπρα να καλείται να απαντήσει γιατί δέχθηκε να υποθηκεύσει το μέλλον του πολιτικού του χώρου, χρησιμοποιώντας ένα μείγμα εθνικιστικών, λαϊκιστικών, συντηρητικών και νεοφιλελεύθερων απόψεων. Κι όσο δεν υπάρχουν ουσιαστικές απαντήσεις, τόσο η άποψη ότι όλα έγιναν για την «κατάληψη της καρέκλας» θα μοιάζει η μόνο πειστική εξήγηση.