Στις 28 Μαρτίου 1969, δύο χρόνια μετά την εγκαθίδρυση της χούντας των συνταγματαρχών, ο μεγάλος ποιητής Γιώργος Σεφέρης με δημόσια δήλωσή του αποδοκιμάζει τη δικτατορία της 21ης Απριλίου.

Ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, σαν σήμερα πριν από 56 χρόνια, αποφάσισε να μιλήσει ανοιχτά κατά της χούντας των συνταγματαρχών.
«Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή» δήλωσε μεταξύ άλλων ο ποιητής στις 28 Μαρτίου του 1969.

Η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967 βρήκε τον Σεφέρη συνταξιούχο στην Αθήνα. Η πίκρα που ένιωθε για την Ελλάδα αποτυπώθηκε έναν χρόνο αργότερα στο δίστιχο ποίημά του:

«Από βλακεία»:
Ελλάς πυρ!
Ελλήνων - Χριστιανών - πυρ!
Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε».

Και μετά αποφάσισε να σωπάσει... Η πρώτη αντίδρασή του καταγράφηκε διά της σιωπής, απέσυρε από το τυπογραφείο όσα είχε για τύπωμα και αρνήθηκε να δημοσιεύσει οτιδήποτε στην Ελλάδα.

Τον Δεκέμβριο του 1967, όταν του προσφέρθηκε διορισμός στην έδρα ποίησης του Χάρβαρντ, απάντησε στον πρύτανη: «Γνωρίζετε πως από την περασμένη άνοιξη λειτουργεί λογοκρισία στη χώρα μου και πεποίθησή μου είναι πως κανένα γραφτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει χωρίς ελευθερία της έκφρασης. Η κατάσταση του αυτοεξόριστου δεν με ελκύει, θέλω να μείνω με τον λαό μου να μοιραστώ τα γυρίσματα της τύχης του».

Στις 28 Μαρτίου του 1969 ο Γιώργος Σεφέρης αποφασίζει να λύσει τη σιωπή του και να μιλήσει ανοιχτά κατά της χούντας των συνταγματαρχών.

Μαγνητοφωνεί μία δήλωση, στην οποία, μεταξύ άλλων, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στο στρατιωτικό καθεστώς για την τραγωδία στην οποία οδηγούσε την Ελλάδα.

Η κασέτα φθάνει λαθραία στο Λονδίνο και αυθημερόν η δήλωσή του μεταδίδεται από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC, ενώ αναμεταδίδεται από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την Ντόιτσε Βέλε.

Η δήλωση ήταν μια κραυγή αγωνίας για τους Έλληνες, μια συγκλονιστική προσωπική κατάθεση ενώπιον της Ιστορίας. Ένιωσε την καταγγελία του αυταρχικού καθεστώτος ως δικό του επιτακτικό χρέος και η δημοσίευσή της ήταν ένα πραγματικό ράπισμα για τη χούντα.

Ο κορυφαίος Έλληνας ποιητής με διεθνή ακτινοβολία καταδίκαζε το καθεστώς και ζητούσε τον τερματισμό του και χαρακτηρίστηκε ως η κορυφαία πνευματική εκδήλωση αντίστασης.

Παρ’ όλα αυτά ο τότε υπουργός Εξωτερικών Παναγιώτης Πιπινέλης τού αφαίρεσε τον τίτλο του πρέσβη επί τιμή και τη χρήση του διπλωματικού διαβατηρίου, με τη δικαιολογία ότι τροφοδότησε την αντεθνική και την κομμουνιστική προπαγάνδα.

Στη συνέχεια, οι χουντικές εφημερίδες τον στοχοποίησαν για μέρες, χαρακτηρίζοντάς τον ανθέλληνα, συνοδοιπόρο και ΕΑΜίτη.

Στην άκαρπη προσπάθεια να μαυρίσουν την υπόληψη και το ήθος του Σεφέρη, ο λαός –οι απλοί πολίτες– όπου τον αναγνώριζαν έσπευδαν να τον συγχαρούν και να τον χαιρετήσουν. Μόνο οι μεγαλοδιπλωμάτες συνάδελφοί του και οι καταξιωμένοι λογοτέχνες της γενιάς του ’30 τήρησαν σιγήν ιχθύος.

Η χουντική αντίδραση, πέρα από τις καταδικαστικές ανακοινώσεις εναντίον του Σεφέρη, προσπάθησε να αποδείξει ότι επικρατούσε πνευματική ελευθερία.

Ο ίδιος ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος ανακοίνωσε ότι υποχρεωτικά όλες οι εφημερίδες θα δημοσίευαν μία φορά την εβδομάδα από ένα ποίημα ή διήγημα του Έλληνα ποιητή είτε προέρχονταν από την ανθολογία του, είτε από τα ελαφρά περιοδικά ποικίλης ύλης.

Επίσης, ο δικτάτορας ανακοίνωσε με στόμφο ότι εκτός από τα έργα του Σεφέρη, ανάμεσα στους ανθολογούμενους θα υπήρχαν κομμουνιστές, εξόριστοι και φυλακισμένοι.

Η δήλωση Σεφέρη

«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου.

Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.

Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ώς τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτοια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.

Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας.

Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα: Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.

Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά.

Δε θα μου είταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.

Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου.

Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό. Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.

Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου.

Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.»

Ο Γ. Σεφέρης πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971. Η κηδεία του, δύο ημέρες αργότερα, αποτέλεσε την αφορμή για μία μαζική διαδήλωση κατά της χούντας των συνταγματαρχών.