Σαν σήμερα γεννήθηκε ένα κορίτσι με γαλανά μάτια και χρυσό όνομα. Που δεν έγινε ποτέ βασίλισσα της Αγγλίας – γιατί ήταν ήδη βασίλισσα στις καρδιές των ανθρώπων.
1η Ιουλίου 1961: Η Αγγλία ξυπνά βροχερή, όπως συνήθως. Σε μια παλιά αγγλική έπαυλη, στο Sandringham του Νόρφολκ, γεννιέται η Lady Diana Frances Spencer – τρίτο παιδί του κόμη Τζον Σπένσερ και της Φράνσις Ρος. Ήταν-δεν ήταν λίγων ωρών, και το όνομά της ήδη ακουγόταν σαν προφητεία: η Νταϊάνα, σαν τη ρωμαϊκή θεά της σελήνης και του κυνηγιού.
Ποιος να το ’λεγε ότι αυτό το κοριτσάκι, που θα μεγάλωνε με σπασμένη οικογένεια και ντροπαλό βλέμμα, θα έπαιρνε κάποτε το πιο βαρύ στέμμα απ’ όλα – όχι της βασίλισσας, αλλά της καρδιάς του κόσμου.
Η «παραμυθένια» ζωή που έτριζε από την αρχή
Όταν στα είκοσί της παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Κάρολο, ο κόσμος είδε ένα βασιλικό παραμύθι. Τη βασιλική άμαξα, το πέπλο των 25 μέτρων, τον πρίγκιπα με το ξιφίδιο και τη νύφη σαν βγαλμένη από την Disney. Κι όμως, εκείνη η πρώτη αστραπή μέσα στα φλας των φωτογράφων έκρυβε κι ένα προμήνυμα: το πρόσωπό της έλαμπε, αλλά τα μάτια της δεν χαμογελούσαν ποτέ ολόκληρα.
Αυτό που δεν ήξεραν οι εκατομμύρια τηλεθεατές ήταν ότι το παραμύθι είχε ρωγμές. Πίσω απ’ τις πορσελάνινες τσαγιέρες και τα βασιλικά πρωτόκολλα, υπήρχε μοναξιά, προδοσία, μια γυναίκα που έψαχνε απεγνωσμένα να αγαπηθεί αληθινά. Και δεν ήταν η μόνη που πονούσε – ήταν απλώς η μόνη που το έδειξε με γενναιότητα μπροστά στην κάμερα.
Η πριγκίπισσα του λαού – και των περιθωρίων
Η Νταϊάνα δεν φόρεσε μόνο διαμάντια· φόρεσε και γάντια νοσηλεύτριας στους ασθενείς του AIDS, αγκάλιασε παιδιά στη Σιέρα Λεόνε, περπάτησε μέσα σε ναρκοπέδια στην Αγκόλα. Ξεπέρασε το παλάτι και έγινε κάτι πολύ πιο επικίνδυνο για τη μοναρχία: ένας ζωντανός μύθος.
Η κάμερα την αγαπούσε, αλλά κι εκείνη ήξερε πώς να την κοιτάξει. Όχι σαν «celebrity», αλλά σαν κάποια που ήξερε ότι η εικόνα της μπορούσε να ταρακουνήσει κυβερνήσεις και κοινωνικά ταμπού. Δεν ήταν τέλεια, και το ήξερε. Αλλά ήταν ανθρώπινη – και το ήθελε.
Και ύστερα, το μοιραίο καλοκαίρι του 1997
Τη νύχτα της 31ης Αυγούστου 1997, μια μαύρη Mercedes στοιχειώνει το τούνελ της Αλμά στο Παρίσι. Εκεί τελειώνει το παραμύθι, εκεί ξεκινά ο θρύλος. Η «πριγκίπισσα των καρδιών» πέθανε στα 36 της, κυνηγημένη από τα φλας, όπως ακριβώς είχε ζήσει. Και ο κόσμος δεν το άντεξε.
Τα δάκρυα δεν έπεσαν μόνο έξω από το Μπάκιγχαμ. Έπεσαν στην Ινδία, στη Βραζιλία, στην Κένυα. Γιατί η Νταϊάνα δεν ανήκε στη βασιλική οικογένεια – ανήκε στον κόσμο. Στις γυναίκες που δεν τις πίστεψαν, στους ανθρώπους που ένιωθαν «εκτός», στα παιδιά που χρειάζονταν μια αγκαλιά, στους εφήβους που κοιτούσαν τον καθρέφτη με φόβο.
Η διαθήκη της; Να είσαι ευγενικός. Να τολμάς να αγαπάς. Να μη φοβάσαι να πονάς.
Σήμερα, αν ζούσε, θα ήταν 64 ετών. Θα είχε γίνει γιαγιά. Μπορεί να είχε γυρίσει όλον τον κόσμο. Ίσως είχε γράψει βιβλίο, ίσως είχε ξαναπαντρευτεί. Δεν το ξέρουμε. Αλλά ξέρουμε αυτό:
«Ότι ακόμα κι αν έσπασε –και έσπασε– έμεινε διάφανη».
Και για όλους όσοι κάποτε πίστεψαν ότι δεν είναι φτιαγμένοι για παραμύθια, η πριγκίπισσα Νταϊάνα θα είναι πάντα εκεί. Να θυμίζει πως, μερικές φορές, το πιο γενναίο πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να μείνεις αληθινός.