Ο Φραντς Κάφκα είναι κάτι παραπάνω από ένας συγγραφέας. Είναι που τους ελάχιστους λογοτέχνες που έδωσε σαφή εντολή να μη διαβαστούν ποτέ τα κείμενά του. Ήταν ένα παιδί που πάλευε μέσα του με δαίμονες, που έζησε με έναν ιδιαίτερα αυταρχικό πατέρα, που δεν είχε καλές σχέσεις με τους ανθρώπους, που προσπαθούσε να κλείσει τα τραύματά του μέσα από το γράψιμο.
Ο Κάφκα δεν έγραφε γιατί ήθελε να πει στον κόσμο μια ιστορία. Έγραφε γιατί μόνο έτσι μπορούσε να ζήσει. Από παιδί που κλεινόταν στο δωμάτιό του και μέσα από τα κείμενα προσπαθούσε να βρει παρηγοριά σε μια ζωή που δεν του ταίριαζε, μέχρι μεγαλώνοντας που μέσα από γράμματα και επιστολές αντιμετώπιζε φιλίες, σχέσεις εξουσίας, ακόμα και τον έρωτα.
Φιλάσθενος από πολύ μικρός, το μεγαλύτερο από τα έξι παιδιά μιας εβραϊκής οικογένειας η οποία θρήνησε τα πέντε. Τα δύο του αδέρφια πέθαναν σε μικρή ηλικία και οι τρεις αδερφές του εκτελέστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Κάφκα δημοσίευσε λίγες μονάχα ιστορίες του. Άρχισε να γράφει το πρώτο μυθιστόρημά του το 1912, το οποίο εντέλει εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, με τον τίτλο «Αμερική» και είναι το μόνο έργο του που έχει αισιόδοξο τέλος. Την ίδια χρονιά, ο Κάφκα έγραψε τη «Μεταμόρφωση», όπου ο πρωταγωνιστής, ο νεαρός υπάλληλος Γκρέγκορ Σάμσα, μεταμορφώνεται σε τεράστια κατσαρίδα. Το συγκεκριμένο έργο συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα έργα μυθοπλασίας του 20ού αιώνα.
Το 1914 ο Κάφκα άρχισε να γράφει το ημιτελές μυθιστόρημα «Η δίκη» το οποίο αφηγείται την ιστορία ενός άνδρα που συλλαμβάνεται και διώκεται από τον νόμο, δίχως να μαθαίνει ποτέ τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Σύμφωνα με τον Elias Canetti, τον βραβευμένο με Νόμπελ μελετητή του Κάφκα, «όλη η ιστορία του μυθιστορήματος είναι στην πραγματικότητα η ιστορία της Φελίτσε», της αρραβωνιαστικιάς του Κάφκα.
Το 1922, ο Κάφκα ξεκίνησε να γράφει τον «Πύργο» ένα σκοτεινό και ανά στιγμές σουρεαλιστικό έργο που μιλά για την αποξένωση, την ατελείωτη γραφειοκρατία και τις μάταιες προσπάθειες του ανθρώπου να εναντιωθεί στο σύστημα.
Από νεαρή ηλικία, ο Κάφκα υπέφερε από ημικρανίες, αϋπνία, και διάφορες άλλες ασθένειες. Επίσης, είναι κοινώς αποδεκτό πως είχε έντονη κλινική κατάθλιψη. Το 1917, άρχισε να υποφέρει από φυματίωση η οποία μέσα στο χρόνια επιδεινώθηκε. Ο συγγραφέας άφησε την τελευταία του πνοή στο σανατόριο του δρα Χόφμαν, στις 3 Ιουνίου 1924.
Η ζωή του Κάφκα -και κυρίως το ταλέντο του- θα μας ήταν τελείως άγνωστα αν ο καλός του φίλος Μαξ Μπροντ είχε υπακούσει στις εντολές του. «Αγαπητέ Μαξ, η τελευταία μου επιθυμία: Όσα αφήνω πίσω μου, τα ημερολόγιά μου, τα χειρόγραφά μου, τα γράμματα (τα δικά μου και των άλλων), τα σχέδιά μου, και ούτω καθεξής, να καούν χωρίς να διαβαστούν».
Ο Μαξ ευτυχώς τον αγνόησε και έτσι σήμερα μπορούμε να χαρακτηρίζουμε καφκικό οτιδήποτε υποχθόνιο και σκοτεινό. Και παράλληλα μπορούμε να φανταστούμε έστω και ελάχιστα πώς είναι να ξυπνάς έχοντας γίνει… κατσαρίδα.