Σαν σήμερα, στις 28 Ιουνίου 1985, έσβηνε ένας από τους τελευταίους μεγάλους του ελληνικού σινεμά. Όχι απλώς ηθοποιός. Όχι απλώς σταρ. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν ένα ολόκληρο ήθος. Ήταν φωνή, βλέμμα, τρόπος. Ο μόνος που μπορούσε να μαλώσει επί σκηνής, να υψώσει τον τόνο και να δώσει εκείνα τα χαρακτηριστικά χαστούκια, που ήταν κυρίως η καθαρτική κορύφωση του ρόλου του ως «πατέρας» ή ως «κουρασμένος άντρας» που ξεσπά.

Αλλά προτού γίνει ο πατέρας της Αλίκης και ο Μαυρογιαλούρος της πολιτικής σάτιρας, προτού γελάσει και μας κάνει να γελάσουμε, είχε σταθεί στο μέτωπο με στολή, όπλο και πυγμή.

Ένας ωραίος και στον πόλεμο

Το 1940, με την Ιταλία να επιτίθεται στην Ελλάδα, ο νεαρός (ακόμα) Κωνσταντάρας δεν έμεινε στα φώτα και στα σαλόνια. Κατατάχθηκε ως έφεδρος αξιωματικός και πολέμησε στην πρώτη γραμμή του αλβανικού μετώπου. Εκεί τραυματίστηκε βαριά στο κεφάλι και στο ισχίο. Η μεταφορά του στο νοσοκομείο ήταν κινηματογραφική: οι στρατιώτες πίστευαν πως δεν θα ζήσει. Εκείνος υπέγραψε για να του αφαιρέσουν θραύσματα από το κρανίο – κι όμως επέζησε. Τον περιέθαλψε ο ανθυπολοχαγός Οδυσσέας Ελύτης, με τον οποίο ήταν φίλος.

Παρά τις πληγές, ο Κωνσταντάρας ζήτησε να επιστρέψει στη μάχη. Του απονεμήθηκε το μετάλλιο τραυματία πολέμου. Κι όμως, αυτός ο ήρωας δεν καυχήθηκε ποτέ. Δεν το διαφήμισε. Το κράτησε όπως κρατιέται το φιλότιμο: σιωπηλά.

Από τα χαρακώματα στο πανί

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 1913, από καλή οικογένεια, με σπουδές θεάτρου στο Παρίσι και πρόσωπο ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Στην Ελλάδα τον υποδέχτηκαν πρώτα οι σκηνές και λίγο αργότερα η κάμερα. Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο έγινε το 1940 στο «Τραγούδι του χωρισμού», την πρώτη ελληνική ομιλούσα ταινία. Και από εκεί, ξεκίνησε ένα ταξίδι σχεδόν 80 ταινιών. Από το δράμα στη σάτιρα, από τον αστό κύριο στον πολιτικάντη, από τον αμήχανο πατέρα στην ανθρώπινη απολογία.

Κανείς δεν ερμήνευσε τόσο πειστικά την αποδόμηση του «ανδρός».
Των αξιών, της εξουσίας, του εγωισμού. Ο Κωνσταντάρας γελούσε με τον εαυτό του πρώτος. Και γι’ αυτό έπειθε.

Ο άνθρωπος πίσω από το βλέμμα

Πίσω από τις ατάκες, υπήρχε μια σπάνια ευγένεια. Δεν είχε την ανάγκη να επιδειχθεί. Δεν έκανε δημόσιες σχέσεις, δεν επεδίωξε φώτα. Ήταν σοβαρός, σχεδόν μοναχικός. Ο γιος του, Δημήτρης, γεννήθηκε από σχέση εκτός γάμου και μεγάλωσε με το επίθετο της μητέρας του. Όμως, ο Λάμπρος ήταν δίπλα του – πάντα. Τον βοήθησε, τον στήριξε, συνεργάστηκαν και επαγγελματικά στα στερνά.

Το 1978 υπέστη εγκεφαλικό που επηρέασε την ομιλία και την κινητικότητά του. Όμως δεν αποσύρθηκε. Πάλεψε. Δεν τον ένοιαζε να φαίνεται τέλειος – τον ένοιαζε να παραμένει παρών. Πέθανε ήρεμα, στις 28 Ιουνίου 1985, στο σπίτι του, μακριά από τη φασαρία. Όπως ζούσε.

Τι μένει;

Ο Κωνσταντάρας ήταν αστείος – αλλά όχι φτηνός. Ήταν αυστηρός – αλλά όχι σκληρός. Ήταν αρρενωπός – χωρίς να είναι καραμπουζουκλής. Έπαιζε τον γελοίο με την αξιοπρέπεια ενός τραγωδού. Γι’ αυτό, ακόμα και σήμερα, δεν βλέπουμε τις ταινίες του απλώς για να γελάσουμε. Τις βλέπουμε για να θυμηθούμε. Έναν τρόπο να είσαι άντρας, καλλιτέχνης, πατριώτης και κύριος – χωρίς παχιά λόγια. Γιατί ο Λάμπρος Κωνσταντάρας δεν ήταν απλώς ένας ρόλος. Ήταν χαρακτήρας. Και οι χαρακτήρες, όταν είναι αληθινοί, δεν φεύγουν ποτέ.