Ο Θανάσης Βέγγος δεν σπούδασε ηθοποιός, υπήρξε αυτοδίδακτος, μαθαίνοντας τον κινηματογράφο ως παιδί για όλες τις δουλειές και έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, στις 3 Μαΐου 2011, αφήνοντας πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό.

Ο Θανάσης Βέγγος, ο «καλός μας άνθρωπος», όπως τον αποκαλούσαν, ανήκει στους τελευταίους της γενιάς που χάρισε στη μεταπολεμική Ελλάδα άφθονο γέλιο.

Υπήρξε αθόρυβος, διακριτικός και απέφευγε τις συνεντεύξεις ή τις δημόσιες εμφανίσεις, που ήταν λιγοστές και μετρημένες.

Καλός οικογενειάρχης, καλός επαγγελματίας, καλός συνάδελφος που αφοσιώθηκε με λατρεία στον κινηματογράφο αγνοώντας σχεδόν τη μικρή οθόνη.

Ο Βέγγος είχε βάλει σκοπό της ζωής του να προσφέρει τη χαρά, που με τη χαρακτηριστική του σφραγίδα, φιλοτέχνησε μια μοναδική σχέση οικειότητας ανάμεσα στον ίδιο και τον θεατή.

Μέσα από το πηγαίο ταλέντο του δημιούργησε ένα συνονθύλευμα ανεπανάληπτων στιγμών και αξέχαστων αναμνήσεων, σατίρισε τα νεοελληνικά ελαττώματα, γέμισε τις ταινίες του με πολιτικά υπονοούμενα (ακόμα και σε εποχές δύσκολες) και γέλασε με την ψυχή του για τη σοβαροφάνεια που επικρατούσε.

Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στις 29 Μαΐου 1927 στο Νέο Φάληρο του Πειραιά ως το μοναχοπαίδι μιας οικογένειας αριστερών φρονημάτων.

Μεγάλωσε στα συντρίμμια που άφησε η Κατοχή και βγήκε από πολύ μικρός στη βιοπάλη για να συμβάλλει στο πενιχρό οικογενειακό εισόδημα.

Όταν έπρεπε να υπηρετήσει τη θητεία του, το 1948, εξορίστηκε στη Μακρόνησο, όπου έμεινε για δύο χρόνια. Εκεί γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο, γνωριμία που οδήγησε στην πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά το 1954 με την ταινία «Μαγική Πόλις» του σκηνοθέτη.

Ο Θανάσης Βέγγος δεν είχε σπουδάσει υποκριτική, αλλά το 1959 πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού, όχι από Σχολή, αλλά ως εξαιρετικό ταλέντο, με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Την ίδια χρονιά έκανε και το θεατρικό ντεμπούτο του, στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη.

Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε σε μερικές από τις πιο ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως «Ο δράκος», «Διακοπές στην Αίγινα», «Μανταλένα», «Ο Ηλίας του 16ου», «Ποτέ την Κυριακή». Ο πρώτος μεγάλος ρόλος του υπήρξε μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη στην ταινία «Οι δοσατζήδες» του 1960.

Δημιουργώντας τον δικό του τύπο του νευρικού, αεικίνητου ανθρώπου, που τον καθιέρωσε, έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό με ταινίες όπως «Ψηλά τα χέρια», «Χίτλερ», «Μην είδατε τον Παναή», «Ζήτω η τρέλα», «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης».

Το 1964 ίδρυσε τη δική του εταιρεία παραγωγής, τη «ΘΒ – Ταινίες Γέλιου"», ενώ έως και το 1969 μαζί με τον Πάνο Γλυκοφρύδη και τον Ερρίκο Θαλασσινό, σκηνοθετώντας ο ίδιος κάποιες φορές, γύρισε τις καλύτερες κατά γενική ομολογία ταινίες του, όπως «Φανερός πράκτωρ 000», «Τρελός, παλαβός και Βέγγος», «Ποιος Θανάσης;».

Ωστόσο, παρά την εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία τους, οι ταινίες αυτές οδηγούν την εταιρεία του Βέγγου σε κλείσιμο και τον ίδιο σε οικονομική καταστροφή.

Το 1971, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποσπά το βραβείο Α΄ ανδρικού ρόλου, με την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;». Έναν χρόνο μετά, η ταινία «Θανάση, πάρε το όπλο σου!» του χαρίζει ένα ακόμη βραβείο Α΄ ανδρικού ρόλου.

Τη δεκαετία του ’80 αποσύρεται από το σινεμά και κάνει λίγες βιντεοταινίες. Θα επιστρέψει στον κινηματογράφο το 1991, με την ταινία «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου», του Παντελή Βούλγαρη.

Το 1995 συμμετείχε στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το βλέμμα του Οδυσσέα», ενώ κορυφαία στιγμή υπήρξε ο ρόλος του στο «Όλα είναι δρόμος» του 1998. Τελευταία εμφάνισή του στη μεγάλη οθόνη ήταν στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή Βαθιά» (2009).

Το 1997 και το 2001 εμφανίστηκε επίσης στην Επίδαυρο με μεγάλη επιτυχία, ενώ στην τηλεόραση ο Θανάσης Βέγγος εμφανίστηκε στις σειρές: «Βεγγαλικά» (ΕΡΤ, 1988), «Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης» (ΑΝΤ1, 1990), «Περί ανέμων και υδάτων» (Mega, 2002), «Έρωτας, όπως έρημος» (ΝΕΤ, 2003), «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου» (ΑΝΤ1, 2006) και «Η Θεσσαλονίκη της νοσταλγίας μας» (ΕΤ3, 2009).

Ο «καλός μας άνθρωπος», πέθανε το 2011, στη ΜΕΘ του Ερυθρού Σταυρού όπου νοσηλευόταν, ενώ για πολλά χρόνια κανείς δεν ήξερε πού είχε κηδευτεί.

Τελικά, μερικά χρόνια αργότερα αποκαλύφθηκε πως ο τάφος του παρέμενε άγνωστος διότι... δεν έγινε ποτέ ταφή, η τελευταία επιθυμία του Θανάση Βέγγου ήταν να αποτεφρωθεί ‒ όπως και έγινε!

" "