Χωρίς καμία αμφιβολία, ο Λευκός Πύργος στη Θεσσαλονίκη είναι το πιο αναγνωρίσιμο σημείο της πόλης. Αποτυπωμένος σε κάθε είδους αναμνηστικό αντικείμενο, φωτογραφημένος από όλες τις γωνίες, σε κάθε εποχή του χρόνου και κάθε ώρα της ημέρας, είναι ένα από τα εμβληματικά μνημεία της πόλης και δεν ήταν πάντοτε λευκός, ούτε λεγόταν έτσι.

Για πολλούς αιώνες ο Πύργος υπήρξε μια φυλακή, την οποία σε ένα τουρκικό χειρόγραφο αποκαλούσαν «Πύργο της Λησμονιάς», διότι όποιος δυστυχής διάβαινε το κατώφλι του, λησμονιόταν για πάντα καθώς δεν θα έβγαινε ποτέ ζωντανός.

Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, έγιναν προσθήκες και τροποποιήσεις στα τείχη της πόλης.

Μια σειρά οχυρωματικών έργων δημιούργησαν νέα φρούρια και στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η δημιουργία του Πύργου, μαζί με το Επταπύργιο και τον Πύργο Τριγωνίου (16ος αι.).

Σύμφωνα με μία εκδοχή, η χρονολογία κατασκευής του Πύργου τοποθετείται περί το 1450-1470. Στην αρχή, λοιπόν, ονομαζόταν «Πύργος του Λέοντος», όπως αναφέρει η τουρκική επιγραφή του 1535.

Από τον 17ο αιώνα και μετά ονομαζόταν ανεπίσημα «Φρούριο της Καλαμαριάς» (Kelemeriye Kal’asi) και «Πύργος των Γενιτσάρων».

Μέχρι το 1826 λειτουργούσε σαν φρούριο και φυλακή, αλλά μόνο συμπληρωματικά για τις ανάγκες των ίδιων των γενίτσαρων.

Μετά τη διάλυση του τάγματος των Γενίτσαρων, ο Πύργος αποκτά το όνομα «Kanli Kule», δηλαδή «Πύργος του Αίματος», που διατηρήθηκε λόγω της μετέπειτα χρήσης του Πύργου σαν φυλακή και τόπο εκτελέσεων, που κοινοποιούνταν με έναν κανονιοβολισμό.

Το σύγχρονο όνομά του το πήρε όταν ένας Εβραίος κρατούμενος, ο Nathan Guidili, καταδικασμένος για ένα ερωτικό έγκλημα, τον ασβεστώνει, το 1891, με αντάλλαγμα τη μείωση της ποινής του και άρα την απελευθέρωσή του.

Τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λευκός Πύργος στέγαζε το κέντρο διαβιβάσεων των Συμμάχων, ενώ το 1916 χρησιμοποίησαν έναν όροφό του για τη φύλαξη αρχαιοτήτων από αρχαιολογικές εργασίες, στη ζώνη ευθύνης του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος.

Από το 1983 έως το 1985 η Αρχαιολογική Υπηρεσία συντήρησε και αναστήλωσε το μνημείο και το διαμόρφωσε σε εκθεσιακό χώρο. Από το 1985 έως το 1994 λειτούργησε η μόνιμη έκθεση «Θεσσαλονίκη: Ιστορία και Τέχνη».

Το 1994, άνοιξε το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και τα εκθέματα άρχισαν να μεταφέρονται σταδιακά σ’ αυτό. Ανήκει διοικητικά στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και από το 2006 λειτουργεί μόνιμα ως Μουσείο Πόλης της Θεσσαλονίκης.