Στον ατελείωτο καμβά της ελληνικής πολιτικής σκηνής υπάρχει μια ξεχωριστή κατηγορία: οι personae non gratae της αντιπολίτευσης – εκείνοι που ούτε ο ίδιος ο λαός τούς αντέχει πια, ούτε οι συνάδελφοί τους τούς θέλουν έστω για… παρηγοριά. 

Ας ξεκινήσουμε με τον Ανδρουλάκη, που μοιάζει σαν να διαχειρίζεται ένα κόμμα που περισσότερο φοβάται να κυβερνήσει παρά να κάνει αντιπολίτευση. Η ηγεσία του παίζει ένα σινεμά σε επανάληψη, με βασικό σενάριο το «πού είμαστε; τι κάνουμε;» και το soundtrack της εσωστρέφειας. Όταν ο κόσμος ζητάει δράση, εκείνος απαντά με αμήχανες διακηρύξεις και μια… εξωτερική πολιτική που θυμίζει περισσότερο εσωτερική σύγκρουση.

Οι αυτοαποκαλούμενοι «μεταρρυθμιστές» της αντιπολίτευσης υπόσχονται ανανέωση, αλλά στην ουσία μοιάζουν με ηθοποιούς που αλλάζουν κοστούμι και νομίζουν ότι ξαναγράφουν το έργο. Η «καινοτομία» τους περιορίζεται στο να παίζουν ξανά και ξανά το ίδιο ξεθωριασμένο σενάριο. 

Από την άλλη, ο Φάμελλος –ο άνθρωπος που προσπαθεί να κρατήσει ζωντανό ένα πτώμα που λέγεται «ΣΥΡΙΖΑ»– παίζει τον ρόλο του πυροσβέστη σε φωτιά που έχει σβήσει από καιρό. Η εσωτερική αντιπολιτευτική ζωή είναι τόσο δραματική που θα ζήλευε ακόμα και η πιο τοξική σαπουνόπερα. Μόνο που οι πρωταγωνιστές ξεχνούν πως ο κόσμος δεν τους βλέπει με κατανόηση. Η τοξικότητα και ο λαϊκισμός είναι τα μόνα όπλα που τους απομένουν, αλλά ακόμα και αυτά μοιάζουν φθαρμένα και ξεπερασμένα. Το κόμμα που κάποτε υποσχόταν ριζοσπαστικές αλλαγές πλέον μοιάζει με club νοσταλγών του 2015, που κλαίγεται για την αξιοπιστία του. 

Και βέβαια ο Τσίπρας, που αφού απέτυχε να κρατήσει το κόμμα του ενωμένο, τώρα επιχειρεί να το ξαναφτιάξει σαν μια νέα «κομματική συμμαχία» που περισσότερο θυμίζει συγκέντρωση παλιών καραβανάδων που νοσταλγούν τα χρόνια της αντιπαράθεσης. Ο στόχος του; Να γίνει ξανά ο σωτήρας που θα αναστήσει ένα κόμμα που μοιάζει να πεθαίνει από την ίδια του την αδυναμία να... προσαρμοστεί στην πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι πως ο Αλέξης Τσίπρας δεν φτιάχνει νέο κόμμα, φτιάχνει μουσειακό έκθεμα – έναν χώρο που τιμά τις «ένδοξες» εποχές του παρελθόντος, χωρίς καμία διάθεση να κοιτάξει μπροστά. 

Η τοξικότητα έχει γίνει το αγαπημένο όπλο, αλλά όταν το βάζεις μπροστά σε κενό, το μόνο που καταφέρνεις είναι να χτυπήσεις τον εαυτό σου. Οι «personae non gratae» της αντιπολίτευσης είναι εγκλωβισμένοι σε έναν λαβύρινθο ιδεοληψιών, παλιών στρατηγικών και επικοινωνιακών λαθών. Το αποτέλεσμα; Ένα πολιτικό προϊόν που δύσκολα πείθει και περισσότερο θυμίζει παράσταση θεάτρου σκιών, όπου το κοινό έχει πια γυρίσει την πλάτη. 

Και μέσα σ’ όλο αυτό, το μόνο σίγουρο είναι πως όσο αυτοί παίζουν το δικό τους παιχνίδι, η χώρα προχωράει μπροστά — είτε τους αρέσει είτε όχι.