Δεν είναι «συζυγική διαμάχη». Δεν είναι «καβγάς που ξέφυγε». Είναι γυναικοκτονία. Είναι ακόμα μία γυναίκα που δολοφονήθηκε επειδή ήταν γυναίκα. Αυτήν τη φορά στην Αμφιλοχία..

Η λέξη «γυναικοκτονία» δεν είναι υπερβολή. Είναι διάγνωση – και είναι επικίνδυνη.

Από την αρχή του έτους, οι αριθμοί ξεπερνούν τις λέξεις. Κι όμως, πίσω από κάθε αριθμό υπάρχει ένα όνομα, ένα σώμα, μια ζωή που αφαιρέθηκε βίαια. Υπάρχει μια γυναίκα που είπε «όχι» και πλήρωσε με το αίμα της. Υπάρχει ένας άντρας που θεώρησε ότι είχε δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω της. Ένας άντρας που την είδε σαν κτήμα και όχι σαν άνθρωπο.

Και η κοινωνία; Συνεχίζει να συγκαλύπτει. Να «κατανοεί» τον δράστη. Να βαφτίζει τη δολοφονία «ζήλια», «πάθος», «θόλωμα του μυαλού». Να γράφει τίτλους που σχεδόν τον δικαιολογούν: «Τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε». Όχι. Τη σκότωσε επειδή τη θεωρούσε κτήμα. Επειδή πίστευε πως είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω της και δεν ήταν η πρώτη, ούτε, δυστυχώς, θα είναι η τελευταία.

Γιατί αυτή η χώρα δεν εκπαιδεύει τους άντρες να βλέπουν τις γυναίκες ως ισότιμους ανθρώπους. Τους μεγαλώνει με το πρότυπο του «άντρα-αφέντη», του «κουμανταδόρου», του «πατέρα που αποφασίζει», του «συζύγου που έχει τον τελευταίο λόγο». Και όταν ο λόγος του δεν περνάει, φωνάζει. Και όταν η φωνή δεν αρκεί, σηκώνει χέρι. Και όταν ούτε αυτό φτάνει, τραβάει μαχαίρι, σφίγγει λαιμό, πατάει σκανδάλη.

Και μετά; Η κοινωνία σιωπά. Ή, ακόμα χειρότερα, ψιθυρίζει: «Κάτι θα έκανε κι αυτή», «δεν φεύγεις έτσι από το σπίτι», «είχαν προβλήματα».

Η γυναικοκτονία δεν είναι εξαίρεση. Είναι ο κανόνας. Ο ίδιος κανόνας που θέλει τη γυναίκα υπάκουη, σιωπηλή και διαθέσιμη. Ο ίδιος κανόνας που μαθαίνει στα κορίτσια να φοβούνται και στα αγόρια να κυριαρχούν. Ο ίδιος κανόνας που επιμένει να βαφτίζει τις δολοφονίες «δράματα» και όχι αυτό που πραγματικά είναι: εκτελέσεις με βάση το φύλο.

Και, ναι, έχουν γίνει βήματα. Το Panic Button είναι πλέον διαθέσιμο και σώζει ζωές. Υπάρχουν ξενώνες, τηλεφωνικές γραμμές και δομές υποστήριξης. Υπάρχει ένας κρατικός μηχανισμός που αρχίζει επιτέλους να βλέπει. Αλλά ακόμα δεν ακούει αρκετά. Ακόμα δεν παρεμβαίνει έγκαιρα. Ακόμα δεν σπάει το κοινωνικό συμβόλαιο της σιωπής.

Η πρόοδος είναι απαραίτητη – αλλά δεν είναι αρκετή. Γιατί όταν μια γυναίκα δολοφονείται μέσα στο ίδιο της το σπίτι, στην ίδια της τη χώρα, από τα ίδια χέρια που «την αγαπούσαν», τότε δεν μπορούμε να λέμε ότι έχουμε τελειώσει τη δουλειά. Ούτε καν ότι την έχουμε ξεκινήσει σωστά.

Η πρόληψη δεν είναι πολυτέλεια, είναι υποχρέωση. Και μέχρι να γίνει αυτονόητη, θα μετράμε γυναίκες νεκρές.