Θα είμαι ειλικρινής: όταν πρωτοάκουσα τη λέξη γυναικοκτονία, μου φάνηκε βαριά, ίσως θα έλεγα υπερβολική και σχεδόν επινοημένη για να προκαλεί. «Μα δεν είναι όλα ανθρωποκτονίες;» σκεφτόμουν. Άνθρωποι δεν σκοτώνουν ανθρώπους; Γιατί να χρειάζεται ειδική λέξη;
Χρειάστηκε όμως να δω τις ιστορίες πίσω από τις ειδήσεις, τα πρόσωπα, τις μητέρες, τις φωτογραφίες κοριτσιών που χαμογελούσαν λίγο πριν γίνουν αριθμοί στα δελτία, για να καταλάβω. Και η υπόθεση της Γαρυφαλλιάς στη Φολέγανδρο, που ξανάνοιξε αυτές τις μέρες, το επιβεβαιώνει με τρόπο σχεδόν σπαρακτικό.
Ο δράστης ζητά ελαφρυντικά. Η οικογένεια λέει ότι ούτε μία συγγνώμη δεν ειπώθηκε. Και τότε καταλαβαίνεις ότι δεν είναι απλώς φόνος, είναι φόνος επειδή ήταν γυναίκα.
Η λέξη γυναικοκτονία δεν είναι ακτιβιστικό σύνθημα, είναι η σκληρή πραγματικότητας που ως κοινωνία δεν θέλουμε να δούμε. Κουβαλάει μέσα της μια ολόκληρη ιστορία ανισότητας, με σχέσεις εξουσίας, ελέγχου, κτητικότητας και φόβου.
Όταν ένας άνδρας σκοτώνει τη σύντροφό του επειδή «τον πρόσβαλε», «τον άφησε», «του είπε όχι», αυτό δεν είναι απλώς ένα έγκλημα...είναι έμφυλο έγκλημα, και η λέξη υπάρχει για να το δείξει.
Για αυτό, μπορεί στην αρχή να ηχούσε περίεργα στ’ αυτιά μου, πλέον όμως τη θεωρώ απαραίτητη. Γιατί η λέξη αυτή δεν περιγράφει απλώς μια πράξη, περιγράφει μια ολόκληρη νοοτροπία που σκοτώνει γυναίκες πριν καν φτάσει στο έγκλημα: σκοτώνει τη φωνή, την αυτονομία και την ύπαρξη τους.
Όταν λέμε «γυναικοκτονία», δεν κάνουμε διάκριση ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, κάνουμε διάκριση ανάμεσα σε αυτό που φαίνεται και σε αυτό που είναι. Γιατί αν κρύψουμε το έμφυλο κίνητρο πίσω από τον ουδέτερο όρο «ανθρωποκτονία», απλώς εξαφανίζουμε τη ρίζα του προβλήματος.
Ναι, η Δικαιοσύνη έχει τους δικούς της όρους και δεν είναι εύκολο να εισαχθεί ένας νέος νομικός χαρακτηρισμός. Όμως η κοινωνία δεν χρειάζεται νομική διάταξη για να αντιληφθεί τι σημαίνει μια λέξη. Χρειάζεται συνείδηση και η λέξη γυναικοκτονία έχει τη δύναμη να την αφυπνίσει.