Καταστροφολογία, λαϊκισμός, τοξικότητα και θεωρίες συνωμοσίας. Τα τέσσερα σημεία-κλειδιά, που λειτουργούν ως τροφοδότες μεταξύ των άκρων στην παρούσα χρονική συγκυρία, δυστυχώς εμφανίζονται στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας και συντηρούνται από την τακτική κομμάτων που δηλώνουν ότι βρίσκονται στην Αριστερά και στην Κεντροαριστερά.

Η ενδυνάμωση κομμάτων όπως αυτό της Ελληνικής Λύσης του Κυριάκου Βελόπουλου ήρθε σχεδόν ως φυσική συνέχεια της γραμμής που ακολουθούν κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και εν μέρει το ΠΑΣΟΚ, που διατηρούν στην πρώτη γραμμή ζητήματα ντυμένα με καταστροφολογικούς χαρακτηρισμούς, φτάνοντας σε σημείο να υιοθετούν μέχρι και θεωρίες συνωμοσίας στον αντιπολιτευτικό τους λόγο.

Το διάστημα μετά τις εθνικές εκλογές του 2023 και μέχρι σήμερα, στην προσπάθεια να πληγεί η συνοχή και κυρίως η κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας, γίναμε μάρτυρες της πλέον ακραίας αντιπολίτευσης. Με μια μορφή καταγγελτικού λόγου που είθισται να τροφοδοτεί τα άκρα και να ρίχνει νερό στον μύλο κομμάτων τα οποία κινούνται στον χώρο δεξιά της κυβερνώσας παράταξης και έχουν ως πρότυπα τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Βλαντιμίρ Πούτιν.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως, για παράδειγμα, ο Κυριάκος Βελόπουλος, με τις τελευταίες αναρτήσεις του, κατηγορεί την Κάμαλα Χάρις για τις θέσεις της στο μεταναστευτικό και την ελληνική κυβέρνηση για τη στάση της στην Ουκρανία υποστηρίζοντας πως η συμπόρευση με τη Δύση κόντρα στη Ρωσία του Πούτιν θα οδηγήσει ακόμη και στην απώλεια της ελληνικής κυριαρχίας και των ενεργειακών πόρων της χώρας.

Μπορεί αυτά ν’ ακούγονται αστεία, όμως δεν γελούν όλοι. Οπως δεν γέλασαν με τους αντιεμβολιαστές ή όπως δεν γέλασαν με την προσπάθεια να εμφανιστούν όλοι οι μετανάστες ίδιοι. Ως ακραίοι ισλαμιστές δηλαδή, που είναι έτοιμοι να μπουκάρουν στα σπίτια των Ελλήνων. Δεν γέλασαν διότι αυτές οι πρακτικές πουλούν, βρίσκουν αγοραστές, βρίσκουν ευήκοα ώτα σε μια μερίδα πολιτών για τους οποίους πάντα φταίνε οι άλλοι. Οπως έγινε, για παράδειγμα, στην οικονομική κρίση και βρεθήκαμε με την πιο ακραία συνεργασία, αυτή μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, στη διακυβέρνηση της χώρας.

Το τοξικό κλίμα και η καταστροφολογία λειτουργούν υπέρ των ακραίων. Τους ενδυναμώνουν. Οταν τα λεγόμενα κόμματα εξουσίας εμφανίζουν τη χώρα στο ναδίρ και τους πολίτες στα όρια της εξαθλίωσης, αυτοί που κερδίζουν είναι όσοι υπεραμύνονται μιας… καθαρότητας που οδηγεί, στο μυαλό τους, μέχρι και στη δημιουργία θέσεων εργασίας που χάνονται δήθεν εξαιτίας της παρουσίας των μεταναστών.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μεταναστευτικές ροές δεν δημιουργούν προβλήματα. Οτι δεν υπάρχουν και μεταξύ αυτών ακραίοι και ότι δεν υπάρχουν ακρότητες σε συμπεριφορές και πράξεις.

Η τοξικότητα, ο λαϊκισμός και τα fake news λειτουργούν προς όφελος όσων κινούνται στα άκρα. Και κυρίως όσων δεν διστάζουν, στο πλαίσιο ενός διαρκούς πολιτικού καιροσκοπισμού, να εκμεταλλεύονται τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς των πολιτών. Το είδαμε με σαφήνεια την περίοδο των μνημονίων. Το ζούμε και σήμερα. Τα δημοσκοπικά στοιχεία καταγράφουν ανοδικές τάσεις σε αυτά τα κόμματα.

Σε αυτά τα δημοσκοπικά στοιχεία δείχνουν να επενδύουν σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Εκτιμούν πως η φθορά της κυβερνώσας παράταξης δύναται να λάβει διαστάσεις μέσα από την ενδυνάμωση της ακροδεξιάς. Καταγράφεται μάλιστα ένα ποσοστό της τάξης του 20% δεξιά της ΝΔ που θεωρούν ότι αποτελεί αγκάθι στα πλευρά της κυβέρνησης. Προσπαθούν να δημιουργήσουν την αίσθηση του φόβου για να εμφανιστούν ως το αντίβαρο αυτής της μεγέθυνσης παραβλέποντας το γεγονός ότι αυτό το ποσοστό δεν αφορά μόνο ένα κόμμα, αλλά πολλά μικρά και μικρότερα. Καθώς και ότι είναι αδύνατη η οποιαδήποτε μεταξύ τους συμμαχία. Αυτό όμως δεν καθιστά αποτρεπτική την κατασκευή ενός αφηγήματος που θα τους επιτρέψει να εμφανιστούν ως ένα Λαϊκό Μέτωπο αλά γαλλικά.

Τι είναι αυτό όμως που στην Ελλάδα καθιστά δύσκολη την άνοδο της ακροδεξιάς; Δυστυχώς για τους κατασκευαστές αφηγημάτων, δεν είναι η άνοδος και η συγκόλληση της Κεντροαριστεράς, αλλά η κυβέρνηση της ΝΔ και το απτό έργο που παράγεται υπό την προεδρία του Κυριάκου Μητσοτάκη, η κυριαρχία του οποίου είναι καταλυτική στην κεντρική πολιτική σκηνή.

Το συνεκτικό και κοστολογημένο πρόγραμμά του με χρονικό ορίζοντα το 2027 είναι αυτό που μπαίνει φραγμός στην εμφάνιση φαινομένων τύπου Γερμανίας και Ολλανδίας στη χώρα. Η επιτυχής εκτέλεση αυτού του προγράμματος, η ύπαρξη ενός απτού αποτελέσματος για τους πολίτες θα αποτελέσει αφενός το κριτήριο των επόμενων εκλογών, αφετέρου το τέλος των φαινομένων που συνδέονται με την ακρότητα και την τοξικότητα.

Είναι αυτό ακριβώς το σημείο-κλειδί για την επάνοδο στην κανονικότητα σε ό,τι αφορά τα πολιτικά δρώμενα της χώρας. Η αντιπολίτευση –τα δύο πρώτα κόμματα– θα πρέπει να αποφασίσουν αν τελικά θα συνεχίσουν στη γραμμή της ενδυνάμωσης των άκρων ή αν θα αναλάβουν τον ρόλο τους στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό και στην ανάταξη συνολικά της χώρας.

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»