«Νομίζω πως ο Ναός του Ποσειδώνα, φωτισμένος τώρα από τις ακτίνες του 21ου αιώνα, ένα δηλώνει: πως εμείς οι Ελληνες μπορούμε να πετύχουμε πολλά. Με μέτρο, με αυτοπεποίθηση, με τόλμη, μετουσιώνοντας αυτές τις κολόνες του χθες στα θεμέλια του αύριο», δήλωσε, μεταξύ άλλων, ο πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης που έλαβε χώρα στο Σούνιο το βράδυ της Δευτέρας, στέλνοντας μηνύματα σε πολλές κατευθύνσεις. Διότι ο φωτισμός του Ναού του Ποσειδώνα -20 χρόνια μετά τον φωτισμό του στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004- αφενός δείχνει την πρόθεση της κυβέρνησης να δώσει ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στον πολιτισμό και στη διαρκώς αυξανόμενη προβολή της χώρας, αφετέρου αποτελεί ένδειξη της πρόθεσής της να αφήσει πίσω την καταστροφολογία και τη... μαυρίλα που επιδιώκει να ρίξει πάνω από την Ελλάδα η αντιπολίτευση.
Διότι οι «κολόνες του χθες» που μπορούν να μετουσιωθούν «στα θεμέλια του αύριο» είναι ακριβώς η σύνδεση του σήμερα με το χθες της χώρας, το χθες εκείνο που έδωσε τα φώτα του και αποτέλεσε τη βάση του σύγχρονου κόσμου. Ενός μακρινού αλλά πάντα επίκαιρου «χθες» που αναδεικνύει τις δυνατότητες που υπάρχουν και που επί της ουσίας αποτελούν και το momentum για την ανάταξη και την ανάπτυξη της χώρας. Οποιος παρακολουθεί άλλωστε την πολιτική σκηνή της χώρας, διαπιστώνει ότι βρισκόμαστε ακριβώς σε αυτό το σημείο. Η κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρούν την εφαρμογή ενός σχεδίου με στόχο την αλλαγή σελίδας. Η επιτυχία του ή η αποτυχία του θα κριθούν στο τέλος της δεύτερης κυβερνητικής θητείας από τους ίδιους τους πολίτες.
Στον αντίποδα η αντιπολίτευση βλέπει μόνο... μαυρίλα. Καταστροφολογεί και καταγγέλλει τα πάντα. Λέει «όχι» σε όλα. Χωρίς εναλλακτική πρόταση, χωρίς σχέδιο, χωρίς καν... ηγεσία σε ό,τι αφορά τα κόμματα που δηλώνουν κόμματα εξουσίας. Υπόσχεται μόνο... καλύτερες ημέρες στην περίπτωση που αναλάβει κάποτε τη διακυβέρνηση της χώρας, χωρίς να εξηγεί πώς θα το πετύχει αυτό. Τάζει χρήμα με ουρά που όμως αδυνατεί να διευκρινίσει πού θα το βρει.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τη φορολογία, η μείωση της οποίας συμβάλλει στην αύξηση του εισοδήματος. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, υλοποιώντας τις προεκλογικές δεσμεύσεις του στην πρώτη κυβερνητική θητεία, μετά την εκλογική νίκη του 2019, μείωσε 50 φόρους. Στον πρώτο χρόνο της δεύτερης κυβερνητικής θητείας μείωσε άλλους 10. Τι προτείνει η άλλη πλευρά; Κατάργηση φόρων, κατάργηση ΦΠΑ και μια αόριστη –στο όριο της α λα Βαρουφάκη δημιουργικής ασάφειας– αναφορά για το πού θα βρεθούν οι πόροι που απαιτούνται για να καλύψουν το δημοσιονομικό κενό. Μόνο που σήμερα δεν μπορούν να πουν ότι δεν γνώριζαν.
Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε, πολύ περισσότερο, το ΠΑΣΟΚ δεν μπορούν να επικαλεστούν τις... αυταπάτες του Αλέξη Τσίπρα. Και το πώς συμπεριφέρονται οι αγορές ξέρουν και τις συνέπειες από ένα πιθανό δημοσιονομικό εκτροχιασμό αντιλαμβάνονται. Ειδικά στον ΣΥΡΙΖΑ το έζησαν όταν εξαναγκάστηκαν στη μεγαλειώδη kolotoumpa του 2015. Οπως γνωρίζουν ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά το δοκούν, αλλά με γνώμονα την ανάπτυξη υποδομών και τη δημιουργία συνθηκών επενδύσεων που έχουν τη δυνατότητα να οδηγήσουν και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας καλύτερα αμειβόμενων, που είναι και μία από τις κεντρικές προτεραιότητες της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η κυβέρνηση παρεμβαίνει. Επιδιώκει άρση ανισοτήτων, θέτει ως κεντρικό στοίχημα την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σύγκλιση με την Ευρώπη που είναι δυνατόν να επιτευχθεί μέσα από τη δημιουργία ισχυρής βάσης. Οπως ακριβώς το είπε ο πρωθυπουργός σχετικά με τα θεμέλια του αύριο. Αλλωστε η υπερδεκαετής κρίση και οι συνέπειές της, με δεδομένα τα προβλήματα που προκάλεσε η περίοδος 2014-2019, δεν μπορούν να ξεπεραστούν με κάποιο μαγικό ραβδί. Χωρίς θεμέλια δεν μπορεί να δημιουργηθεί ένα οικοδόμημα ικανό να στεγάσει την επόμενη ημέρα και να συμβάλει στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Η Ελλάδα σήμερα από αποσυνάγωγος της Ευρώπης και των αγορών έχει μετατραπεί σε παράδειγμα προς μίμηση εν μέσω κρίσεων με δυσμενείς διεθνείς επιπτώσεις. Τα προβλήματα όμως παραμένουν, λόγω και της ακρίβειας. Γι’ αυτό άλλωστε το κυβερνητικό σχέδιο, ο λεγόμενος οδικός χάρτης, θέτει ως πρώτη προτεραιότητα την αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργεί η ακρίβεια, καθώς και αυτών της καθημερινότητας του πολίτη. Ποια είναι η συμβολή της αντιπολίτευσης σε αυτή την προσπάθεια; Κυριολεκτικά καμία. Ισως αν μετά τις εσωκομματικές διενέξεις και τις επικείμενες εκλογές προκύψει μια σοβαρή αντιπολίτευση, ν’ αλλάξουν τα δεδομένα. Ομως το καλάθι είναι μικρό, αν υπολογίσει κανείς ότι και στα δύο κόμματα αυτό που κυριαρχεί είναι μια αντιδεξιά ρητορική προηγούμενων δεκαετιών, άσχετη με τη σημερινή πραγματικότητα.
Οι υποψήφιοι του ΠΑΣΟΚ, αλλά και όσοι προαλείφονται για υποψήφιοι στον ΣΥΡΙΖΑ, προς το παρόν, παρουσιάζουν μια εικόνα μαύρη σαν τις «μαύρες αγκινάρες» του αλησμόνητου σποτ της Κουμουνδούρου πριν από τις εκλογές του 2023. Αναζητούν μάλιστα έναν «αντιμητσοτάκη» και όχι έναν επικεφαλής που θα ασχοληθεί με τον ρόλο που του έχει ανατεθεί από τους πολίτες: την άσκηση ελέγχου για να βελτιώνεται το κυβερνητικό έργο.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»